ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΔΕ ΝΑΠΟΛΙ

ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΔΕ ΝΑΠΟΛΙ

ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΔΕ ΝΑΠΟΛΙ

"...αν βουληθείς να μ'αρνηθείς και να με λησμονήσεις, να πέσεις σε Φράγκικα σπαθιά, σε Καταλάνου χέρια"

 (παραλαγή από την Υπάτη, <της απαρνημένης>)

Από το  μοναδικό παράθυρο, φαίνεται ένα κομμάτι γαλανού ουρανού με λίγα ανάλαφρα άσπρα σύννεφα, οι λόφοι όπως ξεχύνονται δυτικά της Κορίνθου, μετά η στενή θάλασσα του Ισθμού, ο Κορινθιακός, και στο βάθος ένα μέρος από τα βουνά της Στερεάς Ελλάδας.

Τώρα ήταν αιχμάλωτος, αλυσοδεμένος με μια αλυσίδα 5 πήχες μάκρος, στερεωμένης στο πέτρινο τοίχο, στο μπουντρούμι δίπλα από τους απόπατους και τις πλύστρες του στρατώνα στο βορειοδυτικό προμαχώνα του κάστρου. Η μπόχα στην αρχή ακόμα και γιαυτόν που είχε δει τόσα και είχε κάνει πολύ περισσότερα, ήταν ανυπόφορη. Σχεδόν δυο εβδομάδες τώρα ακόμα να συνηθίσει, άμα είχε νοτιά και υγρασία η αποφορά ήταν ασύλληπτη.

Εδώ και μερικές μέρες έκανε κρύο και φυσούσε, ο ουρανός ήταν καθαρός και η ορατότητα μεγάλη, άμα ανασηκώνονταν και πατούσε σε μια εσοχή έβλεπε καθαρά τις οχυρώσεις στο Εξαμίλι, τη Δαύλεια και πέρα μακριά μέχρι τα Μέγαρα.

Σκέπτονταν την Αθήνα την αγαπημένη του πόλη, αν και δεν ήταν αυτό που λένε πατρίδα- πως θα μπορούσε ναχει αυτός πατρίδα με τέτοιο σπόρο που κουβαλούσε; - ήταν κάτι πιο πολύ μητέρα και ερωμένη, ναι αυτό, πιο πολύ από όλα ερωμένη που τον οδήγησε στη καταστροφή.

Δεν ήταν επειδή νοσταλγούσε τη δόνια Βαλεντίνα, ήταν πια αρκετά μεγάλος, χορτάτος  από ζωή, πόλεμο , γυναίκες και αφέντες για να τον συγκινεί πραγματικά οτιδήποτε, πέρα από ένα καλό κρασί και ένα γαλανό ουρανό με το αγιάζι να τον κτυπάει καταπρόσωπο καθώς τριπόδιζε το πολεμικό του άτι στις ρεματιές της Πεντέλης.

Δεν ήταν δα και τόσο άσχημα, μπορεί να ήταν έγκλειστος αλλά έβλεπε ουρανό και μάλιστα καταγάλανο μες τον Φλεβάρη και κρασί δεν του έλειπε. Ο γασμούλος φύλακας που του έφερνε κάθε πρωί το σταμνί με το νερό και το ψωμί, του έφερνε και ένα κανάτι κοκκινέλι ντόπιο, στυφό ,αψύ και δυνατό με αντάλλαγμα το τελευταίο του άσπρο, έτσι κι αλλιώς για κει που όδευε δεν χρειαζόταν άσπρα και αν, όπως λένε,  ήθελε  ο περαματάρης,  ας τον άφηνε αμανάτι στην μπούκα της κόλασης.

Αδιάφορος ο Φρανσίσκο, περίμενε την τύχη του, που ήταν μόνο μια, την ήξερε: ο αφανισμός του. Απορούσε που τον είχαν αφήσει να ζήσει και δεν τον ξέκαναν αμέσως αφού τον έπιασαν, στο καΐκι επάνω , όταν προσπάθησε να το σκάσει για τη Πάτρα με τη μικρή ελπίδα ότι οι παλιές γνωριμίες που κρατούσαν από το πατέρα του και τον παππού του  στο δουκάτο της  Αχαΐας, μπορεί να τον έσωζαν.

Οι μέρες που η Kαταλάνικη Εταιρεία ήταν ο φόβος και ο τρόμος της Ανατολής είχαν περάσει για πάντα. Τίποτα δεν έμεινε από τη φοβερή Μεγάλη Κομπανία. Αυτή ήταν η πραγματική του μητέρα, όχι ο κόλπος της Νάπολη που είχε δει το πρώτο του φως και του έδωσε το παρατσούκλι του, ντε Ναπολι

Ο πατέρας του ακολούθησε το δρόμο του γεννήτορα του, Ραμόν Μουταντέρ, στρατιώτη υπό τον δον Ροζέ ντε Φλόρl. ιδρυτή και αρχηγού, πριν ενενήντα χρόνια σχεδόν, της Companyia Catalana d' Orient η κατά τους παπικούς Magnas Societas Catalanorum. Αυτός ο Ραμόν όχι μόνο πολέμησε σε όλες τις μάχες εναντίον των Τούρκων αρχικά, μα και κατά των Ρωμιών, των Αλανών, των Σέρβων, των Φράγκων, των Γενοβέζων, αλλά έγινε ονομαστός για το Χρονικό, Crònica, που ιστορούσε με το νι και με το σίγμα τα κατορθώματα και τα μακελειά, εκείνα τα πρώτα χρόνια της εκστρατείας των Καταλανών στην Ανατολή.

Τα λίγα γράμματα που ήξερε ο Φρανσίσκο Ραμόν Μουταντερ δε Νάπολι, τα είχε μάθει όχι από τη βίβλο και τα συναξάρια των παπάδων αλλά από το Crònica του πάππου του,Ramon_Muntaner , που τον έκανε ξακουστό και αθάνατο, προς τιμήν του όποιου πήρε και το όνομα Ραμον.

Από τη κούνια του ακόμα άκουγε τους αλμογοβάρους να διηγούνται με τη βαριά καταλάνικη λαλιά  ιστορίες για εκστρατείες και πολιορκίες, νίκες και προδοσίες, για τους θρυλικούς αρχηγούς της Grand Compania, όπως ο Ροζέ ντε Φλορ(Roger de Flor), ο Μπερνάτ ντε Ροκαφόρ (Bernat de Rocafort) και ο Μπερεγκέρ ντε Εντένθα (Εντένσα) (Berenguer d' Entença). Πιο πολύ του Φρανθίσκο , του άρεσε η ιστορία με τη προδοσία του Έλληνα αυτοκράτορα που με μπαμπεσιά παγίδεψε τον Ροζέ ντε Φλορ, στη Αδριανούπολη, δήθεν να τον τιμήσει για τις νίκες κατά των Τούρκων, και πως εκεί τον δολοφόνησαν με όλη τη συνοδεία του οι Αλανοί μισθοφόροι του αιρετικού αυτοκράτορα. Όμως  μετά οι Καταλανοι τους  κατανίκησαν στη Καλλίπολη και πως σε αντίποινα άρχισε η Καταλάνικη Εκδίκηση, που ερήμωσε τη Θράκη, αφάνισε τη Θεσσαλία, κατάκτησε την  Αττικοβοιωτία, ιδρύοντας το ονομαστό δουκάτο.

Την ίδια ιστορία αλλά από την ανάποδη, ο μικρός, την  άκουγε, από την Ρωμιά νόνα του [τη φυσική του μητέρα δεν τη γνώρισε, πέθανε από το Μαύρο Θάνατο στο ταξίδι προς την Ελλάδα] που τόνε μεγάλωσε και του μάθε τη ντόπια λαλιά και τα ήθη των Ελλήνων. Μια ιστορία που έβλεπε τους Καταλανους, σα ανήμερα και αιμοδιψή θηρία, και το όνομα ακόμα , να πεις κάποιον ,<καταλαγκο> ήταν για έλληνες και σλάβους, βρισιά βαριά. Μεγάλωνε ακούγοντας τα ελληνάκια να τραγουδάνε :

" Φράγκο, Βαράγγο, Πίτσι, Καταλάγκο

νίβεσαι, χτενίζεσαι με σκατά αλείβεσαι"

Το γεγονός της βρωμιάς των Καταλανών φαίνεται ότι είχε εντυπωσιάσει τους κατοίκους, έλεγαν :’’ Ο Ρωμηός νιβόταν κι ο Καταλανός σκατά αλειβόταν". Πράγματι οι Καταλάνοι για να διατηρήσουν τα δέρματα με τα οποία ήσαν ντυμένοι τα περνούσαν με (μαύρο από την πολυκαιρία) χοιρινό λίπος.

Εκείνος τώρα δεν είχε κάνει τίποτα σπουδαίο, εκτός από μάχες που δεν θαμεναν στη ιστορία και προδοσίες που κανένας μάρτυρας πλέον δεν είχε απομείνει για να τις διηγηθεί. Τώρα στο τέλος ήρθε και αυτή η ιστορία με τη Βαλεντίνα Ατζαγιόλι, εσπόζα του δούκα Νέριο Ατζαγιόλι, του νέου αφέντη του δουκάτου των Αθηνών, του Ρένιο ντι Γκρέτσια των Λατίνων. Οι Ιταλοί είχαν το πάνω χέρι τώρα, είχαν καταστρέψει  με δόλο την εξασθενημένη Καταλάνικη Εταιρεία, έφεραν Ναβαρέζους φονιάδες, φρέσκους και διψασμένους για νέα γη, τιμάρια και λάφυρα.

Στο βορειοδυτικό προμαχώνα της Ακροκόρινθου έγκλειστος ο ιππότης Φρανθίσκο Ραμον Μουταντερ δε Νάπολι, στρατιώτης,, γιος στρατιώτη, εγγονός στρατιώτη, περιμένει το θάνατο του. Αυτό αποφασίστηκε τελεσίδικα όταν η ντονα  Βαλεντίνα, η ερωμένη του και εσποζα του αφέντη του, Νέριο Ατζαγιόλι, από την Φλωρεντία γκαστρώθηκε. Φρονίμως ποιών ο Φρανθίσκο, αμέσως μόλις έγινε γνωστό ότι η δούκισσα κοιλοπονούσε έφυγε και πήγε στη Θήβα, στον Ουρούτρια, το Ναβαρέζο φρούραρχο παλιό του εχθρό και πρόσφατο εργοδότη. Σαν έμαθε ότι η δουκέσα γέννησε αγόρι, διάδοχο δηλ. του δούκα Νέριο κατάλαβε ότι δεν ήταν ούτε στη Θήβα ασφαλής. Ο Νέριο δεν πρόκειται να άφηνε ζωντανό σε απόσταση αναπνοής τον πατέρα του μπάσταρδου που μάλλον ελλείψει άλλης επιλογής θα γίνονταν ο επόμενος ιδιοκτήτης του δουκάτου,. Ήταν ύπουλος και πραγματιστής, άλλωστε τη δύναμη του την απέκτησε όχι με τα όπλα και την ιπποσύνη, αλλά με το εμπόριο και τη πειρατεία. Πάντα ήθελε να έχει τη πλάτη του καλυμμένη από τυχόν παραξενιές της τύχης που τέτοιους καιρούς ήταν πιο ευμετάβλητη από τον άστατο καιρό της Ελλάδας.

Βλακεία του που χασομέρησε στη Δαύλεια, περιμένοντας το σεντούκι που θα έφερνε ο ρωμιός ιπποκόμος του, σκέπτονταν ο Φρανσίσκο. Έπρεπε να είχε φύγει χωρίς δισταγμό για την Αυλή της Ανδραβίδας ή ακόμα πιο πέρα στο Μιστρά όπου  είχε κομπανιέρους που θα τον έκρυβαν. Αλλά για πόσο; Το χρήμα του Ατζογιολι θα τον έφτανε όπου και να πήγαινε. Ο ίδιος είχε αλλάξει στρατόπεδο για πολύ πιο λίγα από ότι θα έδινε ο Φλωρεντίνος. Ακόμη και οι πρώην του σύντροφοι δεν θα το σκέπτονταν δυο φορές

Όλα είχαν τελειώσει ήδη όταν η  Βαλεντίνα του είπε  έλα και αυτός πήγε. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Πήγε στη κάμαρη της και βγήκε το πρωί και αυτό κράτησε πολύ. Τα γαλανά ψυχρά μάτια της, βαθιά και φωτεινά σαν κρύες λίμνες το χειμώνα με καθαρό από το χιόνι ουρανό τον κάλεσαν και αυτός πήγε, ήρεμα χωρίς άλλη σκέψη ή δισταγμό, σαν να το περίμενε από καιρό. Το ήξερε πως δε γίνονταν αλλιώς. Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά ήταν σαν να γνωρίζονταν από παλιά, τα κορμιά τους ήξεραν το δρόμο, τον βρήκαν από μόνα τους. Οι λέξεις όσες χρειάζονταν στα Ελληνικά, αυτός μιλούσε μόνο καταλανικά και ελληνικά, φράγκικα δεν θέλησε να μάθει ποτέ του, η δούκισσα μιλούσε ιταλικά τη μητρική της και φράγκικα δηλ. γαλλικά στην Αυλή και ελληνικά που τα έμαθε με το πάτησε το πόδι της στο τόπο αυτό. Έτσι συνέβη το παράδοξο στη δουκική Αυλή της Αθήνας που όλοι μιλούσαν ιταλικά και γαλλικά ένας καταλανός μισθοφόρος και μια τοσκανέζα ευγενής συνεννοούνταν στη γλώσσα των υποτελών τους. Αυτή έκανε κουμάντο στην Αυλή , άλλωστε για το δούκα λέγανε πολλά , και όχι μόνο ότι  ήταν στείρος, με αδύναμο σπόρο…

Οι μέρες περνούν και είναι ακόμα ζωντανός, δεν τον έχουν πειράξει , βασανίσει, πετσοκόψει, αν εξαιρέσει κανείς τις κοντακιές την ώρα τις σύλληψης του. Αυτό είναι όλο. Τίποτα. Είναι ένας κοινός θνητός, λυσσασμένος καταλανος, hijo de puta, μοιχός και ασεβής , σχεδόν αιρετικός, αφορισμένος από το Πάπα (η Κομπανία Καταλάνα είχε αφοριστεί στα 1318 από τον Ποντίφικα γιατί έσφαζε με την ίδια ζέση πιστούς της Ρώμης όσο και αιρετικούς ρωμιούς και μουσουλμάνους τούρκους). Δεν ήταν στο χαραχτήρα του δούκα τόση ψυχοπονιά.

Αν είχε λίγο καλύτερες σχέσεις με την εκκλησία μπορεί ο Φρανσίσκο δεΝαπολι να είχε καταλάβει γιατί ο δούκας τον τάιζε τρεις εβδομάδες στην Ακροκόρινθο. Ήταν η μέρα που οι ορθόδοξοι τιμούν τον όσιο Μάρωνα και τον άγιο Αυξέντιο και οι ρωμαιοκαθολικοί τον άγιο Βαλεντίνο. Άγιοι άγνωστοι και ασήμαντοι και στους μεν και στους δε.

 Το ξημέρωμα της 14ης  Φεβρουαρίου 1391 βρέθηκε με κομμένο το λαιμό στο κελί, στα λουτρά του κάστρου, την ιδία μέρα το απόγευμα η δόνα Βαλεντίνα Ατζαγιόλι λάμβανε μέσα σε ένα πανέρι το ματωμένο κεφάλι του εραστή της δώρο για τη ονομαστική της εορτή.

απο  sonn/SONIKEKALA

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΕΔΩ