Η Στάση του Παρατηρητή.
Καμήλα
Υπάρχει ένα ωραίο βουνό που έχει το σχήμα της καμπούρας της δρομάδος. Είναι ένα δυνατό, γαλάζιο βουνό, που ταξιδεύει στο σύθαμπο της Ανατολής. Καμήλα το λένε οι ντόπιοι πολύ καιρό, πολύ πριν τον αιώνα όπου γεννήθηκα. Πίσω του, ξεπροβάλουν και άλλες τριγωνικές αρμόνικες καμπούρες καμηλών. Μια οροσειρά, ένα καραβάνι που εκτείνεται προς το βάθος της Μικρής Ανατολής.
Αυτό το καραβάνι ταξιδεύει δυτικά προς τον παρατηρητή, σαν να θέλει να υπερβεί τον Επταστάδιο Πορθμό, να μπει στο Αιγαίο, να ταξιδεύσει προς δυσμάς, στα νησιά του Κυκλαδικού Αρχιπελάγους. Ή μήπως αλήθεια, πάει να ακολουθήσει το τόξο της ματιάς του όπως ατενίζει το φως που ανατέλλει από της κορφές της Καμήλας. Αυτό το φως που τον λούζει από τότε που άνοιξαν τα μάτια του και ελπίζει και εύχεται, να είναι το τελευταίο που θα δει όταν σβήσει το δικό του φως.
Ίσως το καραβάνι να μένει ακίνητο, αλλά πάντα έτοιμο να κινηθεί. Τότε οι δρομάδες, η μια μετά την άλλη θα ανασηκωθούν, τεράστιοι καμηλίσιοι όγκοι θα κλείσουν ολόκληρο τον ανατολικό ορίζοντα και θα αρχίσουν να κινούνται αργά. Θα λικνιστούν ελαφρά, προς τα βάθη της μικρής Ανατολής, της Μικρασίας, προς την κοιλάδα του Μαιάνδρου ποταμού και ακόμα πιο ανατολικά όσο να μικρύνουν στον ορίζοντα, μέχρι να γίνουν συμμετρικές σκούρες σκιές, μετά σημαδάκια που χάνονται, καθώς ο ήλιος πλέον δύει στα νώτα του παρατηρητή.
Τι μπορεί να φανταστεί αυτός ο μικρός ασήμαντος παρατηρητής, στην άκρη αυτής της κρούστας του Αιγαίου. Μπορεί να οραματιστεί την απουσία της Καμήλας, μετά την αναχώρηση της οροσειράς; Δεν μπορεί, του είναι αδύνατον! Η Καμήλα, το γαλαζωπό ευγενές βουνό είναι ο μόνος ορίζοντας του, αξεδιάλυτος, αναπόσπαστος από το καλοκαιρινό αέρα, (τις ετησίες), από το ηλιακό φως και κυρίως από το ασημόχρωμο, με ηδύτητα λαμπυρίζοντα ποταμό που σχηματίζει η φωτεινότητα της Σελήνης, όταν ανατέλλει πάνω από το μικρασιατικό Όρος.
Μύθοι- Αθήνα- Τράλλεις
Οι μύθοι που διεγείρονται συχνά από ανιστόρητες ανοησίες και από την πλήξη του ασχημονώντος Αστέως μας ή έστω από ειλικρινή νοσταλγία για τις σκιές των ξεχασμένων προγόνων μας, θέλουν σχεδόν όλο το πληθυσμό του λεκανοπέδιου, τη μισή Ελλάδα, να κατάγεται, να έχει ξεβραστεί αιμορραγώντας μέσα από τα φυλλοκάρδια της (ρωμαίικης) Μικράς Ασίας. Όλοι/ες είχαμε, ένα παππού μια γιαγιά από την Μικρασία κατά προτίμηση από τη μυθική Σμύρνη και έχει γίνει μια αφόρητα πληκτική κοινοτυπία στις κουβέντες, στις παρέες, η φλυαρία για «ρίζες», προγόνους και «πατρίδες». Πίνοντας τσίπουρα, τσιμπώντας σμυρναίικα κεφτεδάκια και τραγουδώντας το «Ερεινακι με το μουσμουλί γοβάκι, σκάει απ` τα γέλια και όλο κουνιέται…»
Κλείνω πλέον τα αυτιά μου, μου είναι αδιάφορο αν όλη αυτή η ρετρό φλυαρία δεν είναι το ολόγραμμα της νεοελληνικής ημιμάθειας, αλλά ζώσα παράδοση που αναβιώνει μεταλλαγμένη στο παρόν και εγγράφεται στη σκληρή μνήμη των ανθρώπων. Τι σημασία έχει, σκέπτομαι, ούτως η άλλως όλα αυτά είναι παντελώς αδιάφορα για τα ψάρια του Αιγαίου, που κάποτε οι πρόγονοι τους πάχαιναν στα μικρασιατικά παράλια, όπου «συνωστίζονταν» κόσμος και κοσμάκης… 'Η μήπως έχει καμιά διαφορά για τους σύγχρονους ροφούς και σκυλόψαρα - όσα απόμειναν - αν έχουν τσιμπολογήσει τίποτα εντόσθια μεταναστών, δεν είναι λίγοι όσοι χάνονται στο βαθύ γαλάζιο ανάμεσα στα γραφικά νησιά μας, λέω σιωπώντας χαιρέκακα, μπρος στο ποτήρι της Σουρωτής, καθώς οι φίλοι ρετροσκοπούν κοπανώντας τα καραφάκια τους…
Εγώ, που γεννήθηκα και αναστήθηκα με τον ίδιο αέρα που πνέει στα ιωνικά παράλια και τις νησιώτικες πλάγιες και το πρώτο φως μου ξεπήδησε ιλαρό πάνω από τις έξι σε προοπτική, μικρασιατικές κορφές, από κει ήρθε η σκιά, το κύμα, η άρμη και το σύννεφο που με θεμελίωσε, χώρος και ο χρόνος ένα μες` την ίδια γεωγραφία… Δεν θα κλαφτώ ποτέ για προγόνους που ηρωικά η όχι διώχτηκαν η χάθηκαν από τίποτα ματωμένα χώματα.
Είμαι ο ιθαγενής παρατηρητής της γεωγραφίας, της ανθρωπογεωγραφίας, της θαλασσό-άνθρωπο-λόγο-γραφίας, της μιας ενιαίας, αδιαίρετου και ομοούσιας, ναι βρίσκομαι εδώ στο ακρότατο Αιγαίο, στις παρυφές Μικρής Ανατολής, στο κόλπο του Γέροντα, στις εκβολές των ποταμών Μαιάνδρου και Καϊστρου, στο επταστάδιο πορθμό, στη Μίλητο και Έφεσο αρχαίες και νέες, στα χαμένα τείχη των βυζαντινών Τράλλεων…
Η ιστορία του ακίνητου, ιθαγενούς παρατηρητή, το χρώμα και υφή της, ο ήχος και κίνηση των σπλάχνων της, είναι εντελώς διαφορετική από τα βαρετά μηρυκάσματα των μπουκωμένων με σμυρναίικο σουτζουκάκι και πίτα Καισαρείας, διασκεδατζήδων.
Έτσι έφυγα από τις πρωτευουσιάνικες παρέες όπου βοσκούσα κι αφήνω πίσω μου, κάθε χρόνο που περνά, τις ψησταριές και τα μπαράκια, την Αθηναϊκή πλήξη και τους σακατεμένους πεζόδρομους, τα φεστιβάλ και τον ιδρώτα από πολιτικές συζητήσεις κουφών. Αφήνω και το τραπέζι με τα τελευταία ποτά, τα κορίτσια με τα καστανά μαλλιά, τα στρόγγυλα μήλα και τα γυμνά ωραία γόνατα, να τα ονειρεύομαι οπότε θέλω, όταν θα κρατώ τα ματοτσίνορα μου κλειστά σφιχτά όσο τρεις βαθιές ανάσες.
Αλλά μάλλον, όσο και αν δεν θέλω η θέλω, στο χέρι μου πια δεν είναι να διαλέγω τα βάρη μου, θα κουβαλώ όλα αυτά μαζί μου, στη καμπούρα μου που όλο και μεγαλώνει όλο και ψηλώνει, ενώ ο λαιμός μου μακραίνει. Είναι που ο δρόμος μου, το ταξίδι μου οδηγεί ανατολικά, απέναντι από τις έξι κορυφές σε προοπτική, τη μια πίσω από την άλλη, της οροσειράς της Μυκάλης, τότε νοιώθω τη καμπούρα μου να με τρώει και ονειρεύομαι το καραβάνι να ξεκινά αργά… τις έξι καμηλίσιες κορφές να τραβάνε προς την εύφορη κοιλάδα και η μια η δική μου επτά.
Αλλά θαρρώ ήξερα μέσα μου αυτή μου τη ροπή, από τότε που για πρώτη φορά ονειρεύτηκα, εξόν από γυμνά γόνατα κοριτσιών, τη πράσινη, θαλερή κοιλάδα του Μαιάνδρου ποταμού και καταμεσής της τη παλιά πόλη των Τράλλεων. Χριστιανική έως το 1282, χρονιά της πτώσης και καταστροφής της από τον εμίρη Μεντεσέ, σήμερα γνωστή σαν Αϊδίνιο.
Μύλασα-Σώκια
Όποιος έχει βαφτιστεί αυγουστιάτικα στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και δειπνήσει με τρυφερή άμμο, οι απέναντι ηπειρωτικές παραλίες της τουρκικής Μικρασίας δεν θα τον ενθουσιάσουν και αν είναι Ρωμιός, με φανερή ευχαρίστηση θα κάνει την υπέρ του σύγκριση,
Εκείνο τον Αύγουστο δια μέσω της Κω, βρέθηκα στο Μπόντρουμ ελληνιστί Αλικαρνασσός και από εκεί ξεκινήσαμε, με ένα νοικιασμένο Τογιότα, η Σ. οδηγός και γω, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν οδηγούσα, με ευγνωμοσύνη ήμουν εξαρτημένος από τη χαλκέντερη οδηγό.
Γυρίσαμε σε μια μέρα όλη την ακτογραμμή της χερσονήσου της Αλικαρνασσού, ένα είδος Τουρκικής Χαλκιδικής, χωρίς τίποτα ιδιαίτερο, μεμπτό, η ενδιαφέρον, πέρα από την γνήσια έκπληξη μας για τις φτωχικές παραλίες, δηλ, όσες ήταν προσβάσιμες, καθώς οι Τούρκοι έχουν τη κακή συνήθεια, να πουλάνε τα παράλια οικόπεδα η οικισμούς μαζί με τον αιγιαλό τους. Για μένα που δεν είχα καμιά πρεμούρα και χρόνο για χάσιμο για ηλιοθεραπείες μάλλον με ευχαρίστησε αυτή η ανακάλυψη, μιας και η επομένη κίνηση ήταν η φυγή, δηλ η οδήγηση πέραν της περιοχής Μπόντρουμ και ακολουθώντας το δρόμο προς Μύλας και βόρεια, προς το στόχο που είχα βάλει, Σώκια και μετά Αϊδίνη.
Το μέρος που ήρθε και μας ανακάλυψε ήταν το φέρον τη μαγική λέξη Μίλητος. Η αρχαία Ιωνική πόλη-λιμάνι, η μητέρα τόσων ιωνικών αποικιών, η σιτοφόρος μητέρα Μίλητος τώρα θαμμένη στη μέση μιας πεδιάδας, μιας στάχυ-πράσινης θάλασσας, χωρίς ίχνος θαλασσινού ορίζοντα. Προσχώσεις του ποταμού Μαιάνδρου έκαναν τη πόλη ένα μεγαλοπρεπή μυστηριώδη λόφο στη μέση του πουθενά. Ζεστός αέρας, τζιτζίκια και αγκάθια, χωριάτικη καντίνα αλά τουρκ και λιγοστοί τουρίστες, ακριβώς το αντίθετο από το αναστηλωμένο τουριστικό λούνα παρκ της Εφέσου. Ένα κολοσσιαίο ρωμαϊκό αμφιθέατρο αποκαλύπτεται μόνο όταν φτάνουμε κοντά στο λόφο, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του. Στη κορυφή αυτής της γιγαντιαίας τούμπας αντιλαμβάνεται ο επισκέπτης πόσο ογκώδης είναι ο λόφος. Από κάτω του βρίσκεται θαμμένη η αρχαία Μίλητος, ένας θησαυρός μυστηρίων.
Οι προσχώσεις του Μαιάνδρου εκτείνονται απέραντες και ατέλειωτες, καλλιέργειες καπνού και μπαμπακιού για χιλιόμετρα. Η Μίλητος η αρχαία, του σοφού Θαλή η γενέθλια πόλη, αλλά και της Οδησσού, της Τραπεζούντας, της Ναυκράτιδος επί των εκβολών του Νείλου, είναι ένα μυστικό που ο Πατέρας Μαίανδρος έχωσε μέσα στο ευρύ του στέρνο, το παράχωσε, το προστάτεψε και το …ξέχασε! Τώρα στη πεδιάδα που εκτείνεται προς τα δυσμάς παράλια, λίγοι άνθρωποι, πιο λίγοι από τα ζώα που βόσκουν ανάμεσα σε πίδακες αυτόματου ποτίσματος.
Αχ, δέλτα του Νείλου πόσοι σε έχουν παινέψει και τι ιστορία κουβαλάς καημένο χιλιόχρονο… Απέραντα, αφύσικα άπιαστα για το πεπερασμένο νου του ακίνητου παρατηρητή φαίνονται τα ονομαστά δέλτα των μεγάλων Ποταμών, των ηπείρων του κόσμου. Ο Μαίανδρος ποταμός είναι σίγουρα ένα ελάσσων ποταμάκι, μπροστά στους Νείλους της υδρογείου, όμως για τον ιθαγενή παρατηρητή, εδώ, τώρα, ανάμεσα σ` αυτές τις λέξεις το ποτάμι της Ανατολής του είναι ένας μακρινός πρόγονος και τον ονομάζει πατέρα του, τον λέει, όχι Μαίανδρο ποταμό αλλά Πατέρα Μαίανδρο ποταμό. Επικαλούμενος τις μαρτυρίες των φίλων, συγγενών και συναδέλφων καθώς και τη μαρτυρία της ανθεκτικής και χαλκέντερης οδηγού Σ., ότι έχει σώας τας φρένας, ναι, θεωρεί το ποτάμι της εύφορης κοιλάδας των Τράλλεων, συγγενή και πατέρα του.
Κάπου στο δρόμο, προς βορρά, εκεί σε μια στροφή που ο δρόμος διακλαδίζεται ανάμεσα σε περιβόλια και μια ξερή ρεματιά, ακολουθούμε μια διαδρομή πιο κοντινή προς τα παράλια ενώ ο δρόμος αρχίζει να ανηφορίζει. Μετά από λίγο βρισκόμαστε στον ημιανασκαμένο ερειπιώνα της αρχαίας Πριήνης. Ήταν μεσημέρι όταν φτάσαμε, φύλλο δεν έλεγε να κουνήσει. Σε τίποτα δεν έχει αυτό μέρος το μυστήριο της μεγαλοπρεπούς τούμπας της Μιλήτου. Έχει όμως περισσή γλυκύτητα καθώς βρίσκεται μες το πράσινο. Πολύ θα ήθελε η Σ. να κάνει γνωριμία με το βασιλιά Πρίαμο, εκεί γύρω θα στριφογύριζε. Όμως εγώ αδημονούσα να πάμε στα Σώκια που ήταν παραδίπλα, και δεν ανεχόμουν καμία καθυστέρηση.
Σώκια, μια λέξη μαγική, μικρή, δυνατή, να είναι ο ήχος άραγε, ο ρυθμός της; Έχει κάτι από το μυστήριο και το δέος της τσιμπεροφορούσας, πάντοτε μαυροφορεμένης γιαγιάς, κάτι από το μύθο ενός προπάππου, την ιστορία ενός σπιτιού με μια αυλή, και μες την αυλή μια ροδιά ή συκιά και ένα πηγάδι, και στο πηγάδι ένας κρυμμένος θησαυρός, από αυτούς που έθαβαν οι πρόγονοι, από το φόβο των τούρκων, αλλά ίσως και για να έχουμε κάτι να μας τσιγκλάει το θυμικό μας, μη τυχόν και τους ξεχάσουμε όταν ο αιώνας περάσει και οι σκιές τους αδυνατίσουν.
Πίσω από το καραβάνι των κορυφών της Καμήλας λένε πως υπήρχε θαμπά ασημένιο ένα δεύτερο φεγγάρι που δεν ανέτειλε ποτέ, όπως το άλλο, το λαμπρά ασημένιο που έκανε τη θάλασσα μας ευρύχωρη, απαστράπτουσα λεωφόρο να μας οδηγεί στη μυστική γη, στο μυθικό σπίτι, στο κρυφό πηγάδι του πάππου. Και ήταν αυτός ο μικρός σουλατσαδόρος στο βοτσαλωτό, ο ιθαγενής παρατηρητής, που κάποτε, λέει, όταν θα μεγάλωνε και γινόταν άντρας θα πήγαινε εκεί πίσω να λύσει τα μάγια του θαμπά ασημένιου φεγγαριού και ένα δεύτερο φεγγάρι θα ανέτειλε πίσω από το πρώτο και πάνω του θα ήταν καβάλα, βρακοφόροι πατεράδες και παππούδες, με τα κροσσωτά ζωνάρια και τα καλά γιλέκα τους και μαζί οι τσεμπεροφορούσες γυναίκες τους με τις μακριές φουστάνες να ανεμίζουν στο λεπτό μελτέμι.
Ντομουζ μπουρνού
Τι ωθεί το διαρκώς ακίνητο, ανήσυχο, νέο παρατηρητή ενώ στέκεται, με τα πόδια γυμνά, στο χρωματιστό βότσαλο, να είναι στραμμένος προς τα όρη από όπου ανατέλλει το άρμα του Φαέθωνα;
Το όρος Μυκάλη είναι μπροστά του και πίσω από την πλάτη του, τα βουνά του νησιού, ο Καρβούνης, υποστηριζόμενος από το γαλάζιο όρος Κέρκης. Ο παρατηρητής μένει ακίνητος καθώς ο χρόνος ξετυλίγεται μπροστά του και αναθυμάται, πρώτα το καιρό των πυροφανιών, τότε που μπορούσε να είναι ψάρι, να κολυμπά ανάποδα στο ρεύμα, να αποθέτει τα αυγά του στα χλιαρά νερά της Γλυφάδας. Θυμάται, πόσες φορές ξέφυγε από τους νυκτερινούς διώκτες, με τα πυροφάνια, πόσες φορές χτυπήθηκε τις αφέγγαρες νύκτες όταν ο πυρφόρος πήγαινε μπροστά (λάστιχα να καίνε, ή λουξ λάμπα), από πίσω τσαλαβουτώντας τα καμάκια και οι χατζάρες, μετά οι γυναίκες να ακολουθούν με τα φουστάνια ανασηκωμένα, τα παιδιά ξετρελαμένα ν` αρπάζουν τα χτυπημένα σπαρταριστά κεφάλια με τα χέρια και να τα πετάνε μέσα σε λεκάνες και καλάθια με φωνές και στριγκλιές. Μια αναρχική πομπή θαλασσινών ποδιών στο καφέ- πράσινο ιριδίζον αμμοχάλικο της ακτής.
Τι είναι ένας κέφαλος, ένας λασποκεφαλος που πάει να αποθέσει το μέλλον του στα γλυφα νερά; Από πού έρχεται; Διαπλέει τον Επταστάδιο Πορθμό, βόσκει στις εκβολές του Μαιάνδρου; Και ποιοι είναι αυτοί που διώχνουν τους ψαράδες των ακτών, από τα νερά τους; Λένε πως είναι Πέρσες και Λακεδαιμόνιοι που μάχονται στους αιώνες, άλλοι λένε για Γενοβέζους και άλλοι για Βενετούς. Από τις μάχες δεν λείπουν ποτέ οι ιππότες της Ρόδου, ο ναύαρχος Μπαρμπαρόσα, αυτό το ξέρουν όλοι, έσπειρε το τρόμο στα χριστιανικά νησιά. Αιώνες πειρατικοί! Όμως μια αρμάδα ανηφορίζει για τα στενά από τα νότια, είναι του Καπουδάν πασά, Κιλίτς Αλί τον λένε, που έρχεται να αράξει απέναντι από τον πορθμό. Αύριο θα συνεχίσει το ταξίδι του, αλλά πρώτα θα γευτεί τις μυρουδιές που κατεβαίνουν από τις πράσινες πλαγιές του νησιού, λένε πως εκείνη τη νύκτα είχε ένα ολόγιομο φεγγάρι που ανάτειλε από την Καμήλα, φώτισε το Ντομουζ Μπουρνού, το πέλαγος, το νησί και τα ακρογιάλια μέχρι κάτω την Πάτμο. Εκείνη τη νύχτα ο Καπουδάν πασάς φεγγαροχτυπήθηκε και ρίζωσε με τη ναυαρχίδα του κι όλο το τσούρμο και έγινε Καραβόπετρα. Έφερε τύχη καλή στα νερά και στους κατοίκους του πράσινου νησιού που βγήκαν από τις κρυψώνες όπου είχαν καταφύγει και στους μέτοικους που ήρθαν από όλη τη αυτοκρατορία, να επωφεληθούν όσο κρατούσε η καλοτυχιά π` έφερε ο ναύαρχος, όσο τα λιμάνια ήταν απάνεμα, οι σοδειές καλές και οι ψαριές γεμάτες θρεμμένους κέφαλους.
Τι άλλο ακούς αεικίνητε στο χρόνο, ξαγρυπνισμένε παρατηρητή; Αυτό το μπουμπουνητό στο βάθος, στα νότια, και ακόμα ένα ποιο δυνατό που ακούγεται προς Βορρά; Το ένα είναι από τις ναυμαχίες του κόλπου του Γέροντα, κανόνια και πυριτοθήκες ντελινιών και φρεγατών που ανατινάζονται στο γαλανό Αιγαίο, και προς βορρά είναι η ρωσική αρμάδα, στο Τσεσμέ που συντρίβει τη τουρκική. Ποτέ οι θάλασσες δεν ησυχάζουν, θωρηκτά και καταδρομικά, οχηματαγωγά, και αντιτορπιλικά θα τις οργώσουν, ανεβαίνουν για το χασάπικο της Καλλίπολης, τραβάνε για τη Μακεδονία η το Πόντο, καταλαμβάνουν τα Δωδεκάνησα, παχαίνουν οι κέφαλοι στους κόλπους και τα ρηχά δέλτα. Καλές είναι ψαριές στο καιρούς του πολέμου με τα πολλά τορπιλισμένα ναυάγια!
Η στάση του παρατηρητή- Νταχάου
Υπάρχουν δυο λογιών στάσεις, δυο τύποι ανθρώπου. Στη μια περίπτωση έχουμε ένα άνθρωπο που μόλις έχει μπει σε ένα δωμάτιο, σε ένα γραφείο, έχει την τάση να αλλάξει τη διαρρύθμιση, να μετακινήσει τα έπιπλα, να διαμορφώσει το χώρο σύμφωνα με το γούστο και τις ιδέες που έχει για το πώς πρέπει να είναι το μέρος όπου θα μείνει.
Ο άλλος τύπος, είναι αυτός που η κλίση του είναι μάλλον να προσαρμοστεί με το ήδη υπάρχον περιβάλλον, ασκώντας τη λιγότερο δυνατή αλλαγή στη διαρρύθμιση που βρήκε. Αν κάτι τον δυσαρεστεί προτιμά να καταπνίξει τη δυσαρέσκεια του από το να πάρει τη πρωτοβουλία (ή το ρίσκο) να επέμβει δραστικά και να οικειοποιηθεί το χώρο στο μέγιστο δυνατό (ή επιτρεπτό) βαθμό.
Αυτές είναι δυο φιλοσοφικές στάσεις, αν θεωρηθεί ότι φιλοσοφία είναι η στάση μας απέναντι στο πράττειν, όπως προκύπτει από την ανάγκες που θέτει ο βίος μας, χωρίς να χρειάζονται τα αριστοτελικά κατηγορήματα και οι Γερμανοί προφέσορες. Και οι δύο στάσεις έχουν τα υπέρ και τα κατά.
Η πρώτη, φαινομενικά, πιο ενεργητική, επεμβαίνει στο έξω κόσμο του ατόμου, αυθόρμητα να τον προσαρμόσει, η δεύτερη είναι φαινομενικά παθητική καθώς το άτομο παίρνει εκ του φυσικού του τη θέση παρατηρητή που προτιμά να μην επέμβει προς τα έξω παρά μόνο όταν είναι απαραίτητο και δρα εσωτερικά συμβιβάζοντας τον εαυτό με το περιβάλλοντα χώρο.
Ο ιθαγενής παρατηρητής ταυτίζεται φυσικά με τη δεύτερη στάση, που τη θεωρεί πιο αποτελεσματική. Μάλιστα για να δικαιολογήσει αυτή τη στάση, που μπορεί να προέρχεται από δειλία η απλή οκνηρία μου φωνάζει μια λέξη. ΝΤΑΧΑΟΥ! Ναι μου λέει στρατόπεδο Νταχάου. Ο δεύτερος τύπος ανθρώπου έχει περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης σε ένα στρατόπεδο Νταχάου. Αυτός που φέρει εγγενώς μέσα του την φιλοσοφική δεύτερη στάση προς εσωτερική μετάλλαξη και προσαρμογή είναι ο επιζών, και όχι ο άλλος. Και ας νομίζει ο κάθε επιπόλαιος ότι η πρώτη στάση είναι η ενεργειακή, δημιουργική, επινοητική δηλ. του έξυπνου ατόμου επιλογή. Η δεύτερη, δήθεν νωθρή στάση είναι που χρειάζεται την εσωτερική δράση και αναδίπλωση, η οποία απαιτεί ένα ενεργειακό κόστος που πολλές φορές πληρώνεται χωρίς να το καταλαβαίνουμε.
Και όταν του ζητώ να μου εξηγήσει πως γίνεται να με παραπέμπει στα Νταχάου τη στιγμή που τρώμε εδώ παραλιακά, φρέσκα ψάρια, παχιούς κέφαλους, με κοιτά σαν με βλέπει για πρώτη φορά και μετά σκάει στα γέλια. Από τη στιγμή που υπάρχει εξουσία, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι όλος ο κόσμος είναι Νταχάου, έχει τα χαρακτηριστικά του στρατοπέδου εξόντωσης, ίσως κατά καιρούς εν υπνώσει, αλλά τα Νταχάου υπάρχουν δίπλα μας, ούτως η άλλως… μου απαντά.
10/11/2018
Κ.Β.