ΓΚΑΟΥΡ ΤΑΡΖΑΝ

ΓΚΑΟΥΡ ΤΑΡΖΑΝ

Υπάρχουν εποχές που μας διαλέγουν. Χωρίς να το ξέρουμε, είμαστε ήδη διαλεγμένοι, είμαστε οι διαλεχτοί! Συμβαίνει αυτό όταν περνάμε κάτω από δύσκολα άστρα.

Μέσα μας ζουν οι πεθαμένοι, κάποιοι από αυτούς μας έχουν διαλέξει, γιατί χρωστάμε… κάτι από αυτούς ζει μέσα μας μυστικά και έχει παράπονο.

Εμένα, ένας πεθαμένος που έχει παράπονο, είναι ο θείος Φαίδων, ο αδελφός της μάνας μου. Πάνε δεκαπέντε χρόνια που μας άφηκε. Όμως επιστρέφει πότε πότε. Τότε αρχίζω να αναλογίζομαι και να αναπολώ το χωριό της μητέρας όπου πηγαίναμε κάθε χρόνο από μικρά, καλοκαίρια, Πάσχα και Απόκριες, από τη μικρή επαρχιακή πόλη που η οικογένεια μου ζούσε.

Κάποτε μετοικήσαμε στην Αθήνα, το χωριό ήταν πλέον μακριά, η γιαγιά πέθανε, εμείς τα παιδιά μεγαλώσαμε και ο θειος γέρασε.

Ξέρω γιατί είμαι διαλεγμένος.

Η μάνα κληρονόμησε το σπίτι στο χωριό και του ζήτησε να φύγει, δεν ήθελε ο αδελφός της να ξεμείνει εκεί. Πικράθηκε ο γέρος πολύ, που ξεσπιτώθηκε από κει όπου έζησε μια ζωή και γηροκόμησε τη γιαγιά .

Δεν πέρασε πολύς καιρός που έπιασε μια κάμαρη και άρχισε να ξεπέφτει, τελικά μερικά χρόνια αργότερα πέθανε μόνος του στο Γηροκομείο της Πρωτεύουσας του Νομού. Πολύ λίγο εμείς στην Αθήνα, πενθήσαμε το μοναδικό θειο από τη μεριά της μάνας, απορροφημένοι με τα δικά μας.

Μετά το θάνατο του, συνόδεψα τη μητέρα μου στο χωριό για να πάρουμε ότι πράγματα είχε αφήσει στο δωμάτιο που νοίκιαζε προτού καταλήξει στο γηροκομείο. Εκεί με χτύπησε  η μοναξιά και εγκατάλειψη του. Ήταν τίγκα στα παλιά πράγματα που είχε κουβαλήσει από το μαγαζί του, ένα είδος ψιλικατζίδικου,  που χρόνια κρατούσε, λίγο παραπέρα από το σπιτάκι που νοίκιαζε, στο κεντρικό δρόμο του χωριού. Προτιμώ να μην τον θυμάμαι στο τέλος του, όταν άρχισε να εξαθλιώνεται, πεισματικά να περιφέρεται μες` χωριό…

Μου έρχεται, όπως ήταν παλιά , ένας αεικίνητος ανθρωπάκος, με καμπανιστή φωνή, και μια μεγάλη κρεατοελιά  δίπλα στη ρίζα της μύτης του. Με το τσιμπούκι του και τη ρεπούμπλικα του, ένας εστέτ, περίεργη έκκεντρη φιγούρα σε ένα νυσταλέο, μνησίκακο χωριό της επαρχίας.

Στα πράγματα του, που βγάλαμε προς εκκαθάριση, τα μόνα που με ενδιέφεραν πραγματικά, ήταν τα παλιά παιδικά περιοδικά που έφερνε στο μαγαζί του, ένας θησαυρός για μένα, με αυτά μεγάλωσα...

Μικρός Ήρωας, μικρός Καουμπόη, Μίκυ, Μάχη, Κράνος, Μπλέηκ, Ταρζάν και το πιο παλιό, το πρώτο μου αγαπημένο  Γκαούρ – Ταρζάν.  Όσο και αν έψαξα δεν βρήκα κανένα τεύχος.

**

Ήμουν ο πιο προνομιούχος τυχερακιας μικρός που  διάβαζε όλα αυτά τζάμπα, όταν άλλα παιδιά πλήρωναν, η έτσι νόμιζα [δεν ήταν και πολλά χωριατόπαιδα που ενδιαφερόντανε για τέτοιες πολυτέλειες!]. Αυτά τα αναγνώσματα που πυρπολούσαν τη φαντασία μου, ήταν και ο ισχυρότερος δεσμός μου με τον  θείο Φαίδωνα. Αυτά και ίσως η αχλή του ταξιδιού του στην Αμερική όταν πήγε μετά τον Απελευθέρωση, τέλη του 40 να βρει τον σχεδόν χαμένο  πατέρα  του και παππού μου, που ποτέ δεν είχαν γνωρίσει ούτε αυτός ούτε η μάνα μας.

Όμως το Γκαούρ Ταρζάν ήταν το ανάγνωσμα που ξαφνικά, στο μύχιο, βαθύ και άγουρο παρελθόν μου, μορφοποίησε τα μυστήρια της ζούγκλας, σε πόθο για γυμνά κορμιά που κρέμονται από χορτόσκοινα,  πρώτες ηδονές  να μυρμηγκιάζουν το κορμί μου. Γκαούρ ήταν το ελληνικό άλτερ εγώ του Ταρζαν, μελαχρινός γίγας, γενναίος, με ελληνικό φιλότιμο και λεβεντιά, κάτι που ο Άγγλος και για αυτό ο αφερέγγυος, ξανθός, λίγο αφελής Ταρζάν δεν μπορούσε να συγκριθεί. Η ωραία Ταταμπού, η επίσης μελαχρινή ελληνοαφρικάνα κοπέλα του Γκαούρ με το χυμώδες ποθητό σώμα και το υπέροχο μπικίνι της. Αλλά ακόμα πιο πολύ με λύσσα ηδονική έφτιαχνα ιστορίες με τη Τζεϊν, την ξανθιά καλλονή του Ταρζάν, Αγγλίδα, ύπουλη, πανούργα και κρυφά ερωτευμένη με τον καλό Γκαούρ. Να  ξεκίνησε άραγε από εκεί η αδυναμία μου για τις ξανθές ή αυτό ισχύει άραγε για όλους τους  κοντούς, μαλλιαρούς, σκουρόχρωμους βαλκάνιους;

Τι συνδυασμός! Τζέιν, ξανθή, σκύλα και επικίνδυνη! Ταταμπού, μελαχρινή, γλυκιά  και καλή! Και οι δυο θεές όλο χυμούς, με μπικίνι μες` στη ζούγκλα, αντίζηλες και ερωμένες! Ποιο πιτσιρίκι δεν θα άρπαζε φωτιά!

 Ανεξήγητη ήταν η ορμή αυτών των πρώτων ερωτικών ηδονών που τις βίωνα, απολύτως μόνος και ιεροκρυφίως, όταν οι μεγάλοι έλειπαν η κοιμόντουσαν. Άρχιζα να παίζω τις φαντασιώσεις μου στη ζούγκλα, τρέχοντας πάνω κάτω στη σκάλες, για να σώσω τη Ταταμπού ή [και] τη Τζέϊν, που μπροστά στην ορμή μου λυγούσε η σκληρή εγγλέζικη καρδιά της και υποτάσσονταν...ξαφνικά άρχιζα να σέρνομαι βογκώντας και να τρίβομαι πάνω στα αρχαία κιλίμια της γιαγιάς, αιχμάλωτος των άγριων μαύρων, με διάφορους συνδυασμούς εγώ [Γκαούρ], η Ταταμπού, η Τζέιν και ο Ταρζάν πηδούσαμε από κίνδυνο σε κίνδυνο, τσίτσιδοι, κρεμασμένοι από τα χορτόσχοινα  της ζούγκλας.

Χρωστώ στο θειο Φαίδων, το ξεκλείδωμα αυτής της ιερής θύρας των πρώιμων αλλά όπως μετά κατάλαβα, παντοτινών βασάνων μου.

Ήμουν ο μόνος ανιψιός του, μια κρυφή λατρεία του. Αλλά επίσης ήμουνα ο γιος του πατέρα μου, που περιφρονούσε με μια ελάχιστα καλυμμένη εχθρότητα, τον εργένη, σουρτούκο, αποτυχημένο εμποράκο. Και ήμουν γιος της αδελφής του που δεν στάλθηκε δίπλα του όταν τον κυρίευσε ο τρόμος του μοναχικού αργού θανάτου.

Τώρα τελευταία  έχοντας κόψει το τσιγάρο, μου κάνει παρέα ένα κομπολόι από χάνδρες κεχριμπαριού. Το βρήκα στα υπάρχοντα του, ίσως εξ αιτίας αυτού φαντάζομαι το θείο Φαίδων ακόμα πιο πίσω, πριν τη γέννηση μου, μες στο φωταγωγημένο υπερωκεάνιο ΕΛΛΑΣ, μέσα της δεκαετίας του 50, να φτάνει στο λιμάνι του Πειραιά, με τη δερμάτινη βαλίτσα και το αμερικάνικο μπαούλο του, την πίπα, τη μαλακή ρεπούμπλικα, το ρολόι με αλυσίδα στο τσεπάκι του γιλέκου. Έτοιμος να αρχίσει μια  καινούργια ζωή, πίσω  στην Ελλάδα, στο χωριό, με τη μάνα του και την αδελφή του. Με φόβο πιο πολύ από αυτόν του πηγαιμού του στη άγνωστη Αμερική, γνωρίζοντας πόσο πιο σκληρή μπορούσε να είναι η πατρίδα από την άγρια Δύση.

Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί εγώ είμαι ο διαλεχτός του, που επισκέπτεται της υπώρειες της μνήμης μου και ανασκαλεύει τη θράκα όπου ακόμα σιγοκαίνε, αχνές, οι οπτασίες του Γκαούρ, της Τζέιν, της Ταταμπού, του Ταρζάν.

Κ.Β.ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ