Περίμενε, ενώ το ταξί πάρκαρε με την όπισθεν. Κρατούσε το τσιγάρο και το έπαιζε σαν ξυλάκι ανάμεσα στα δάχτυλα του. Στο γκαράζ δεν άναβαν ποτέ τσιγάρο. Παλιά ναι. Άναβες τσιγάρο οπότε και όπου ήθελες, στο γκαράζ, μέσα στο ταξί, παντού, τώρα όχι.
- Πάμε στου «ΣΤΑΥΡΟΥ» για καμιά μπύρα, να τσιμπήσω κάτι πριν αναλάβω βάρδια; Είσαι ρε;
- Καλά ρε μικρέ, να πάρω το μπουφάν και πάμε.
Πήγαινε να τον κουρδίσει; Πάντα το ίδιο στυλακι, ήξερε ότι δεν γούσταρε το μικρέ και τα σχετικά...
- ‘Νταξει ρε μεγάλε, του αντιγύρισε, κουνήσου. Ένοιωθε ότι ήταν πολύ σφιγμένος.
Πρέπει να είμαι πιο ψύχραιμος, δεν πρέπει να καταλάβει τίποτα, σκέφτηκε.
- Που πας ρε μαλάκα από ’κει; Του φώναξε.
Ο άλλος σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι απορημένος.
- Από δίπλα ρε ,από την έξοδο κινδύνου, τι θες να κάνουμε τη γύρα του τετραγώνου;
Συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι και κατηφόρισαν τη ράμπα. Μόλις τέλειωνε, δεξιά, μια στενή πόρτα με μια φωτεινή επιγραφή από πάνω που έγραφε, EXIT, και πάνω της με μαύρα γράμματα κάθετα γραμμένο ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Έβγαζε στο παράδρομο δίπλα από τα γκαράζ, ένα τυφλό δρομάκι που έβγαζε πιο κάτω στη λεωφόρο και φάτσα, «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», η καντίνα που γειτόνευε με τη πιάτσα των ταξί. Το στέκι για καφέ, σάντουιτς η μπύρα. Μαζεύονταν εκεί οι σοφέρ, παλιά πήγαιναν πότε πότε, τώρα κάθε μέρα, ακόμα και κάμποσες φορές την ιδία μέρα. Δεν είχε δουλειά. Κρίση, όλοι για αυτό μιλούσαν.
Έσπρωξε και άνοιξε τη βαριά μεταλλική πόρτα, κρατούσε μέσα στη τσέπη του μπουφάν του, σφιχτά, μ’ όλη τη δύναμη το 24αρι γερμανικό κλειδί. Άφησε το μεγαλόσωμο άντρα που είχε ρίξει το μπουφαν στον ενα ώμο να περάσει πρώτος. Μολις πέρασε έξω, πήγε να ανέβει τα δυο σκαλοπάτια που έβγαζαν στο επίπεδο του αδιέξοδου δρομάκου. Εκεί κατηφόριζε λίγο και ήταν τέτοια η κλίση, που όποιος στέκονταν διπλά στην είσοδο του «σταθμού αυτοκινήτων» δεν μπορούσε να δει τίποτα. Τον χτύπησε από πίσω.
ΠΛΟΠ! Τον είχε βρει στο σβέρκο που ήταν κρεατωμένος. Τον κατέκλυσε πανικός, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο από όσο είχε φανταστεί.. Έσφιξε τα δόντια, τώρα δεν είχε επιστροφή. Ξαναχτύπησε και βρήκε κρανίο, ο άλλος βόγκηξε και φάνηκε πιο πολύ αμήχανος σαν να μην μπορούσε να καταλάβει τι έπαιζε. Χτύπησε κι άλλο πάντα στο κεφάλι με το κλειδί. Ξαφνικά το θύμα του μούγκρισε και σαν να ξύπνησε, αντέδρασε. Τον εκσφενδόνισε προς τη πόρτα, που ήταν ανοιχτή και έπεσε προς τα πίσω, ...τον είχε κλωτσήσει σαν άλογο. Ο άνθρωπος παραπατούσε ζαλισμενος απο τα απανωτά χτυπήματα και τότε είδε τα αίματα να ξεπηδανε από το κεφάλι του. Ένοιωσε να καθησυχάζει, κάτι είχε κάνει. Φοβήθηκε ότι ο άλλος δεν θαχε καν ματώσει μετά τα χτυπηματα. Έπρεπε να βιαστεί μη του φύγει. Τινάχτηκε όπως ήταν πεσμένος και τον κλώτσησε στο καλάμι, με το που έπεσε κάτω, όρμησε και τον χτύπησε με όλη τη δύναμη. Τζίφος, είχε βάλει τα χεριά μπροστά και τις έτρωγε στα χεριά! «Όπου να ’ναι θα ξεζαλιστεί και ή θα πάλευαν ή θα το έβαζε στα πόδια» σκέφτηκε, είτε το ένα είτε το άλλο θα ‘ταν καταστροφή.
Του άρπαξε το ένα χέρι για να ελευθερώσει το πρόσωπο του αντιπάλου του και έχωσε μ’ολη του τη δύναμη τον αντίχειρα στο μάτι του και το ζούληξε, αυτός ούρλιαξε και ένοιωσε να τον κτυπάει με τον γόνατο του και να τον πεταει από πάνω του. Σχεδόν αμέσως το μουγκρητό έγινε ένα «γιατί ρε πούστη, μουνόπανο» και ένοιωσε το ογκώδες κορμί να πέφτει μόλο το βάρος του απο πάνω του. Το κλειδί ήταν τώρα άχρηστο. Έψαξε ενστικτωδώς τη μπότα του. Ευτυχώς που είχε προνοήσει να κρύψει εκει το καλό κυνηγετικό του μαχαίρι. Το βρήκε και το κάρφωσε στο πλευρό του άντρα που αγκομαχούσε από πάνω του. Ελευθερώθηκε. Αυτό ήταν, το υπόλοιπο ήταν σύντομο και εύκολο.
Όποιος πάρκαρε έξω από κει, στη μονοκατοικία της οδου Εκάβης, στα όρια μεταξύ Ίλιον και Θρακομακεδόνες θα παραξενεύονταν, βλέποντας τόσα ταξί παρκαρισμένα απέξω. Ακόμα και ο ΣΑΤΑ, οι συνδικαλιστές, είχαν έρθει. Κάποια στιγμή έφτασε και ένα τηλεοπτικό συνεργείο, το διωξανε κακήν κακώς. Κηδεία. Τρεις μέρες μετά το φονικό, στο γκαράζ, μετά τις νεκροψίες, τις ανακρίσεις, έφεραν το πτώμα για ταφή.
Η Κασσάνδρα, στεγνή και μαύρη, πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στους επισκέπτες και του έριχνε πύρινες ματιές. Τη Έλενα την αγνοούσε σα να μην υπήρχε. Κόσμος πολύς. Ο Χρήστος είχε ζαλιστεί δεν τους μπορούσε όλους αυτούς και ο λαιμός του σαν να είχε ξυραφάκια, δύσκολα κατάπινε.
Το φέρετρο ήταν σκεπασμένο, είπαν πως δεν έπρεπε να ανοιχτεί. Ο Πάτροκλος είχε χτυπηθεί άσχημα, ο δολοφόνος για να τον ληστέψει ήταν αδίστακτος και τα σχετικά. Ήρθαν και μπάτσοι με πολιτικά, ακροβολίστηκαν στις άκρες του σαλονιού και χάζευαν σοβαροί.
Έφτασε και ο θείος, αυτός που είχε δώσει το ταξί και την άδεια στο Πάτροκλο, αφού αποσύρθηκε λόγω ηλικίας. Κάτι του έδινε του μπάρμπα ο Πάτροκλος, τι, δεν είχε πει του Χρήστου, ούτε και σε κανένα, δική τους δουλειά.
Περνούσε η ώρα αργά, ο Χρήστος πήγε τουαλέτα δυο φόρες, χασομερούσε να περάσει η ώρα να φύγουν οι συγγενείς. Θα ξενυχτούσαν το νεκρό, η ταφή στις 12 την άλλη μέρα. Πήγε και τρίτη φορά και στο διάδρομο προς τη τουαλέτα διασταυρώθηκε με τη Έλενα, προσπάθησε να της χαμογελάσει, την άγγιξε απαλά στο καρπό, αυτή κοντοστάθηκε και τον κοίταξε ίσια στα μάτια σοβαρή. Μύρισε τη μυρωδιά της και της έσφιξε ελαφρά το μπράτσο, την ένοιωσε να ανατριχιάζει, τραβήχτηκε και εξαφανίστηκε στη κουζίνα. Οι γυναίκες εκεί ετοίμαζαν ασταμάτητα καφέδες και μεζέδες. «Που βρέθηκαν όλοι αυτοί οι συγγενείς» αναρωτήθηκε γι’ άλλη μια φορά.
Πέρασε ώρα, οι καφέδες τελείωναν, είχαν αρχίσει τα ουίσκι και τα τσίπουρα, νύχτωσε, οι πιο άσχετοι φύγανε.
Λαχταρούσε να τη ξεμοναχιάσει. Την ήθελε με κάθε πόρο και χιλιοστό του δέρματος του, δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω της. Την κοίταζε πως κάθονταν ενώ μιλούσε, πως σταύρωνε τα πόδια της. Ακόμα και με το μαύρο άχαρο φόρεμα ήταν τόσο διεγερτικά όμορφη. Μονό που σταύρωνε τις γάμπες ενώ μιλούσε, αυτός ένοιωθε ήδη ξεσηκωμένος, έτοιμος, ένα διαπασών!
Είχε δει τις ματιές που του έριχνε η Κασσάνδρα. Χέστηκε. Ο άντρας της ο λιμενικός, δεν αξιώθηκε να έρθει απ’ το νησί τρεις μέρες μετά το φονικό. Δεν μπορούσε είχε λέει υπηρεσίες. Το αρχιδι. Καλύτερα, πήρε την αδελφή του και θαφτήκαν στο νησί. Του έκανε νοήματα κατακόκκινη, τα αγνόησε μέχρι που του σφύριξε: «πάμε πάνω, θέλω να μιλήσουμε».
Ανέβηκε πρώτος πάνω στις κρεβατοκάμαρες, δυο όλες κι ολες. Μια για το αδελφό του και μια για αυτόν. Από τότε που παντρεύτηκε η Κασσάνδρα αυτοί οι δυο μοιράζονταν το σπίτι. Ξέσφιξε τη γραβάτα, αυτό ήταν το δικο του δωμάτιο, θαθελε να ξαπλώσει. Την άκουσε που ανέβαινε. Μοιάζαν οι δυο τους, η Κασσάνδρα και αυτός μελαχρινοί, νευρικοί, αθόρυβοι, δεν έπιαναν πολύ τόπο, ξέφευγαν εύκολα. Καμιά σχέση με τον μεγάλο. Ο Πάτροκλος ήταν ανοιχτόχρωμος, ευρύστερνος, ορατός σαν σημαδούρα. Χαρακτήρες αντίθετοι.
Μπήκε και έκλεισε τη πόρτα , μάτια μαύρα, βαθιά χωμένα μέσα στο πρόσωπο της, φλογισμενα.
- Τι με φώναξες;
Δεν αποκρίθηκε, έκανε να καθίσει, ξανασηκώθηκε και τελικά κάθισε στο κρεβάτι. Η φούστα της ανασηκώθηκε, είδε τα μπούτια της μέχρι μέσα. Είχε αρχίσει να στεγνώνει, τόσα χρόνια παντρεμένη, χωρίς παιδιά. Στείρα. Τον κοίταζε.
- Ξανά οι μπάτσοι, ξέσπασε. Πάνε, έρχονται, ερωτήσεις τη μια η ασφάλεια την άλλη το εγκληματολογικό, τι σκατα θέλουν;
- Χες’ τους μπάτσους... δυο μέρες με ρωτάνε τα ιδία και τα ιδία, οι μπάτσοι είναι μπάτσοι δηλαδή μαλακες, μη τους δίνεις σημασία θα βαρεθούν και θα σ’ αφήσουν ήσυχη...
- Τι γίνεται μ’ αυτή, τον έκοψε.
- Μ’ αυτήν, πια αυτή;
- Ξέρεις πολύ καλά, μη κάνεις το μαλακα.
- Να μιλάς καθαρά!
- Μιλαω πολύ καλά, εσύ μίλα!
- Τι σκατα...
- Μίλα ρε τι γίνεται , με τη πουτάνα τη Ρουμάνα!
- Ρε, αϊ στο διάολο!
- Ρε, τώρα που φαγανε τον Παρι μας, άνοιξε ο δρόμος για να τη γαμας; Τη τσούλα!
- Είσαι μαλακισμένη, δεν τη πας, δεν τη χώνεψες ποτέ σου, το ξέρω και ο Πάτροκλος το ‘ξερε, αλλά τώρα, βούλωστο. Δε παίζει...
- Τι δε παίζει ρε! Δεν έχω μάτια να βλέπω;. Μόνο που δεν την έχεις γδύσει! Θα πηδηχτείτε απόψε; Δίπλα στο κιβούρι ρε, δεν μπορεί να κρατηθείτε;
- Ρε Κασσάνδρα, γαμω το σόι μας, γαμω! Γυναίκα του αδελφού μου ειναι, θα παντρεύονταν σε λίγο, κόφτο, κομπλεξικιά, δε σε γαμάει ο μαλάκας εκεί κάτω;
Κρατούσε ένα ποτήρι φραπέ και ήταν σίγουρος ότι θα του το έριχνε. Δεν το έκανε. Την είδε πανιασμένη και συνέχισε:
- Από τη μέρα που τη σπίτωσε, εσύ τρελάθηκες και τώρα που είπε να τη παντρευτεί λύσσαξες και κουβαλήθηκες απ’ το κωλονήσι να του αλλάξεις τα μυαλά, γιατί είσαι κομπλεξική και αγάμητη! Άντε γαμήσου λοιπόν!
Η Κασσάνδρα σηκώθηκε αργά, τον πλησίασε μέχρι που οι αναπνοές τους μπλέχτηκαν, αργά και σιγανά είπε:
- Ξέρεις τι λέω εγώ; Ότι εσύ τρελάθηκες που θα τη παντρευόταν, σας έχει και τους δυο μες’ στο μουνί της η σκατοπουτάνα. Ξέρεις μικρέ τι άλλο λέω, ότι μαζί το κάνατε, το σχεδιάσατε και τον ξεκάνατε , για να γαμιέστε τώρα μες στο σπίτι μας... και γι’ αυτό οι μπάτσοι δεν ξεκολανε από δω!
Έγινε για λίγο σιωπή, μονό αναπνοές. Είχε μείνει στήλη άλατος και την κοίταζε μες στα τρίσβαθα με ανέκφραστο μίσος. Άξαφνα, το χέρι του κινήθηκε και τη γράπωσε απ’ το λαρύγγι, με το άλλο χέρι, της χούφτωσε το βυζί και με λύσσα το έστριψε. Έγειρε πάνω της και την ξάπλωσε κατάχαμα, χέρι σφιχτά στο λαρύγγι σα μέγγενη, χέρι στο βυζί σα τανάλια.
Αργά, σιγανά και καθαρά τον άκουσε να λέει:
- Αν έστω και μια φορά ξαναπείς έτσι για μένα, θα σε ξεκοιλιάσω, θα σε τελειώσω! Άνοιξε το στόμα σου, της φωναξε, και με τα δυο χέριά του άρπαξε το πρόσωπο και πίεσε τα μαγούλα της τόσο που τρίξανε τα κόκαλα των σαγονιών της. Έφτυσε μες στο στόμα της με δύναμη μια ροχάλα σαν τάλιρο και της το κλεισε. Η γυναίκα βόγκηξε από κάτω του αλλά αυτός την είχε ακινητοποιήσει με το γόνατο τη πίεζε με το βάρος του, στο μεσοθωρακα.
- Κατάπιε τώρα! Είπα κατάπιε γαμώ τη Παναγία μου ή θα σε πεθάνω τώρα, ούρλιαξε ο Χρήστος. Της έσφιγγε στόμα , μύτη και με τα δυο χέρια μ’ολη τη δύναμη του. Την ένοιωσε να καταπίνει. Χαλάρωσε και σηκώθηκε, ίσιωσε το σακάκι του και έσφιξε τη γραβάτα. Ήσυχα κατέβηκε κάτω στο ξόδι του νεκρού αδελφού του.
Η Κασσάνδρα έμεινε στο πάτωμα, της ήρθε βήχας, ένοιωθε μια περίεργη ηρεμία, στο όριο της ευφορίας. Έτσι είναι όταν πάθεις συμφόρεση, της είχαν πει. Δεν την ένοιαζε. Σηκώθηκε, το στήθος της πονούσε και τα μηνίγγια χτυπούσαν δυνατά, συμφόρεση όχι δεν ήταν. Ίσιωσε το φόρεμα που της είχε σηκωθεί μέχρι πάνω.
Πήγε προς το κομοδίνο. Σήκωσε μια φωτογραφία σε κορνίζα. Ήταν αυτή ανάμεσα στα δυο αδέλφια τον Παρι, χαϊδευτικό του Πάτροκλου, και το Βενιαμίν τους , τον Χρήστο και πίσω το κίτρινο Μερσεντές, το ταξί που μοιράζονταν τα δυο αδέλφια, όπως το σπίτι, όπως μπορεί κι άλλα, σκέφτηκε. Κοίταξε πιο καλά, πάντα τη κοίταζε αυτή τη φωτογραφία, ο Πάτροκλος γελαστός, νόμιζες πως άκουγες το γέλιο, αυτή στη μέση, πιο νέα, φορούσε μαύρα γυαλιά το πρόσωπο κόντρα στο ήλιο, με μποέμικο στήσιμο και μίνι φούστα. Ο Χρήστος με μισόκλειστα μάτια, κοίταζε λίγο λοξά, με τα όμορφα χείλη του μισάνοιχτα, ηδονικά ανοιγμένα. Ξαφνικά, τραντάχτηκε ολόκληρη και το κλάμα βαθύ, βουβό την τίναξε σαν καλαμιά.
Είχε πιει κι άλλο, η νύχτα είχε προχωρήσει, ο θειος δεν έλεγε να αφήσει την Έλενα, τα είχε τσούξει!
Ήταν ήρεμος τώρα.Θυμήθηκε που διαλοστειλε ένα υπαστυνόμο ειδικό σε κάτι ακαταλαβίστικο, κάτι παπαριές του έλεγε για τεστ DNA, χρειάζονται μέρες για να βγουν, αλλά θα τον πιάσουν το δολοφόνο, η αστυνομία κάνει τη δουλειά της και κάτι τέτοιες μαλακιες... σκατα! Ξεκουμπίστηκε.
Την κοίταζε από πίσω, το χρυσό κεφάλι και τον λεπτό ευγενικό λαιμό. Είχε σηκώσει τα μαλλιά της! Πήρε μια βαθιά ανάσα, και έκλεισε για λίγο τα μάτια του.
Όταν γαμιότανε στο διπλανό δωμάτιο, τους άκουγε, τους πνιχτούς θορύβους του έρωτα τους. Αχνά την άκουγε : “Πάρι μου, Πάρι μου» Ύστερα, την ησυχία μετά τον ερώτα.
Έκανε ατέλειωτες βάρδιες με το ταξί να μην είναι εκεί όταν πηδιόταν.
Ήταν εκεί όταν η Έλενα ήταν μόνη. Μιλούσαν. Ήταν άλλος άνθρωπος, γελούσε. Γελούσαν εύκολα.
Μια μέρα δεν κρατήθηκε , τη φίλησε. Τον κοίταξε λίγο έκπληκτη, αλλά δεν είπε τίποτα. Την επόμενη της ρίχτηκε τον φίλησε και αυτή αλλά μετά τον απώθησε βίαια και κλείστηκε στη κάμαρη της. Δεν του μιλούσε για κάτι μέρες, την καλόπιανε. Της ξαναρίχτηκε μια μέρα πιο άγρια, αντιστάθηκε και αυτό τον τρέλανε πιο πολύ. Τελικά το έκαναν βίαια, με πάθος στο πάτωμα...
Μια μέρα της είπε πως δεν άντεχε να τη μοιράζεται με το αδελφό του, την ήθελε μόνο για πάρτη του και θα την έπαιρνε να φύγουν ακόμα και στη Ρούμανία, να πήγαιναν να παντρευτούν κανονικά. Χαμογέλασε και τον κοίταξε επιτιμητικά σα να ήταν χαζοπούλι.
Όταν ο Πάτροκλος του είπε ότι σκέπτονταν να τη παντρευτεί, σαλτάρισε. Συνέχισε όμως, με τη Έλενα, της έκανε σεξ βίαια και αγχωμένα. Μια μέρα του ζήτησε να σταματήσουν, έκλαιγε. Άρχισε να τον αποφεύγει. Τώρα την ήθελε πιο πολύ.
Κοίταξε τον λεπτό σαν κύκνο λαιμό της, είχε μεθύσει λίγο ή πολύ, δεν ήξερε. Ήταν κουρασμένος, το μόνο που ήθελε ήταν να τη νοιώσει για λίγο δίπλα του. Τη μυρωδιά της. Λίγο αργότερα σηκώθηκε και την ακλούθησε προς τη κουζίνα, είχε βγάλει της γόβες της, ξυπόλητη φαίνονταν πιο ευάλωτη. Στο βάθος η Κασσάνδρα τον κοίταζε με βλέμμα σαν κάρβουνο. Μπήκε στη κουζίνα και την είδε μπρος στο νεροχύτη, χωρίς καμιά κουβέντα την έσφιξε δυνατά και τη φίλησε, την ένοιωσε να ανταποκρίνεται, τη γλώσσα της να ψάχνει τη γλώσσα του. Αυτό ήταν, είχε τη Έλενα! Η Έλενα ήταν δική του, όλα τα άλλα ήταν μαλακίες!
Τότε ένοιωσε χαμηλά στο πλάι του στομαχιού του κάτι σαν μικρό κάψιμο και κρύο. Τη φιλούσε ακόμα και σκεφτοταν ότι το ατσάλι στη σάρκα έτσι κρύο και σκοτεινό θα ‘ναι. Καθόλου περίεργο. Ατσάλι παγωμένο, σάρκα ζεστή, έτσι θα ένοιωσε και ο Πάρις όταν τον κάρφωσε. Καμιά έκπληξη! Χαλάρωσε την αγκαλιά με την Έλενα και είδε το κουζινομάχαιρο που είχε καρφώσει στο πλευρό του. Αλικοβαμενο με αίμα, ροή σκοτεινή να κυλαει κι άκουσε σαν από μακριά ένα κρακ στεγνό καθώς το μέταλλο του τρύπησε το διάφραγμα - ένας πόνος βαθύς και μετά σκοτάδι.
SONI KE KALA
ART BY REITICH