30/ 07/ 1973 Δευτέρα *
Ας μιλήσω λίγο για μένα. Αρκετά οι φιλοσοφίες. Γράφω αυτά τα λόγια, μεσημέρι μετα το φαγητό. Από πλήξη και γρίνια. Ο πατέρας λείπει στο ? (Δημινιό) Κορινθίας κάτι σαν δικαστικός αντιπρόσωπος για το πιο μαλακισμενό δημοψήφισμα του κόσμου και του αιώνα, 80% ναι. Τέλος πάντων ας δοξάζουμε τον Σατανά.
Αφίχθημεν εδώ στις 16/7 και ήρθαμε κατευθείαν στους Μυτιληνιούς. Οι συνηθισμένοι καβγάδες της γιαγιάς, του θείου και της μαμάς. Εγώ τώρα ειμαι πιο ήρεμος και ισορροπημένος δεν εξάπτομαι τόσο συχνά αλλα πάντως εξάπτομαι και μάλιστα με ένα τρόπο μάλλον αφύσικο, πρέπει να προσπαθήσω να συγκρατώ τον εαυτό μου αλλα γνωρίζω ότι απέχω πάρα πολύ από αυτό. Τσαντίζομαι εύκολα και εκδηλώνομαι επίσης εύκολα. Ίσως αυτό να προέρχεται από την τάσι να λέω την αλήθεια και δείχνω τα συναισθήματα και την γνώμη μου για τους άλλους.
Ωστόσο μέσα νοιώθω μια ισορροπία και υποφέρω την μοναξιά πιο αισιόδοξα θα μπορούσα να πω.
Την Παρασκευή το βράδυ μεθύσαμε με τον ΑλαγεωργΊου και τον Θράβαλο στην Δροσιά με δυο μπουκάλια βερμούτ. Εάν ήμουν φαγωμένος δεν θα έκανα εμετό στο κρεβάτι ήταν ωραία πάντως και αρκετά καλή εμπειρία.
Σήμερα πήγα για μπάνιο είδα τον Τζίμη και τον Δημήτρη όχι για πολύ. Έκανα τρία τσιγάρα. Μαλακίστικα με την Άννα ευθύς εξ αρχής. Έκανα τον ψηλομύτη ενώ φαινόνταν ότι κάτι θα γίνονταν. Τώρα τα έφτιαξε με τον Βουρλιώτη. Ταιριάζουν φαίνεται αλλα δεν θα κρατήσει πολύ. Ο Κώστας έκανε καλή δουλειά με το να σπείρει ζιζάνια. Τέλος πάντων.
Κατά τα αλλά ησυχία, η «δυνάμεις της ησυχίας» κυριαρχούν και ο λαός προοδεύει . Καμιά γκόμενα στον ορίζοντα μου.
Οι ιδέες δια αυτοκτονία έχουν προς στιγμήν εγκσταλήφθησαν, ευχαρίστως θα κάπνιζα χόρτο σε μια καλή ευκαιρία.
Ο πατέρας μου τάχει σκούρα με τους γέρους και δεν τον βλέπω καλά. Εγώ πάντως βαριέμαι αυτά τα ζητήματα μέχρι αηδίας. Μου φέρνουν αλλεργία. Πρέπει πάντως να έχω κάνει οχτώ με εννιά μπάνια μέχρι τώρα. Βρισκω τη Σάμο συμπαθητική το καλοκαίρι αλλα ούτε λόγος να θέλω να γυρίσω πίσω. Ο Νιόνιος βρήκε γκόμενες κάτι Γερμανίδες Ελβετίδες και φαίνεται θα έχω μοναξιές στο Ποτοκάκι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τέλος πάντων βαριέμαι να γράψω περισσότερα.
2/8/1973 Πέμπτη. Αρβανίτες Σάμου. Απόγευμα 7μμ
Πήγα βόλτα Αλώνια και έκανα δυο τσιγάρα. Ουδεμία σκέψη σπουδαία. Το περισσότερο καιρό πέρασα διαβάζοντας ανούσια ρομάντζα που βρήκα εδώ. Μετα τη βόλτα γύρισα σπίτι και άκουσα το συνηθισμένο και καθιερωμένο από το πρωί τροπάρι για την ξεροκεφαλιά του παππού που δεν θέλει να πάει στο γηροκομείο.
Σε ερώτηση μου, μου είπε πως είναι 91 (γεν. 1882). Είπε ότι δε θέλει τα εκατό ούτε ένα χρόνο καλά καλά. Ότι όσο χρόνια είναι να ζήσει κάνεις είναι γραμμένο από τον Θεό. Του είπα ότι καθένας καθορίζει πόσο θα ζήσει με την ζωή του.
Με ρώτησε που είναι καλυτέρα στο Βαθύ ή στη Αθήνα. Μου είπε «τι θέλατε και πήγατε στην Αθήνα, στο Βαθύ και σε όλη τη Σάμο σας εκτιμούν» κλπ. του απάντησα τα ανάλογα.
Το χειρότερο από μένα ήταν το τελείως περιφρονητικό και ακατάδεχτο χαμόγελο μου όσο συζητούσαμε, αν σε αυτόν το βρωμόγερο χρειάζεται να παίρνω τέτοιο ύφος τότε τι θα γίνει αν αντιμετωπίζω σοβαρότερα και σπουδαιότερα ζητήματα συζητήσεως.
Ας αναλύσουμε τώρα τους λογούς που «μου αρέσει η Αθήνα περισσότερο από το Βαθύ».
Η ουσιαστική αιτία είναι το σεξουαλικό και πάλι θέμα. Τι κατάφερα τίποτα. (εκτός από την Ελένη, η σεξουαλική πείρα μου ελάχιστη – καθόλου δεν πλουτίστηκε). Άρα δεν ηταν θέμα περιβάλλοντος αλλα χαρακτήρα – ορθότερον – ανικανότητος και ατέλειας χαρακτήρος.
Κατά τα άλλα τι μου πρόσφερε η Αθήνα έχασα τα νερά μου, τις παρέες – το επίπεδο το ίδιο και εκτός από τις δυο επαφές με την Μι?? καμιά άλλη πνευματική διέγερσι είχα. Εκτός από τα δυο πάρτι που πήγα, τα 4 θέατρα, τους κινηματογράφους και το ρεσιτάλ, αυτές ήταν όλες οι επαφές μου με τον έξω κόσμο.
Δηλαδή επίπεδο ίδιο και χειρότερο από του Βαθιού. (η ίδια πόλις θα σε κυνηγά η ίδια πόλις θα προβάλη παντού μπροστά σου)
Όμως παρ όλα αυτά δεν γυρίζω πίσω προτιμώ την Αθήνα.
Το πρότυπο της επαρχίας είναι η πόλις που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι απλοί βέβαια κάπως πρωτόγονοι ίσως αλλα καλοί. Όμως θέλω… όχι παρακμή ρουτίνα στέρησή υστερία φοβία για το τι θα πει ο άλλος λιγότεροι περιορισμοί από κοινωνία, οικογένεια, σχολείο, μια κάπως πιο έγχρωμη ζωή, κορίτσια πιο απλά όχι ψηλομύτικα και υστερικά. Με αυτές τις προϋποθέσεις μένω στο Βαθύ. Αλλά … αυτό είναι αδύνατον στο Βαθύ μου!
Όσο για την Αθήνα αλλιώς την θέλω αλλά για να την βρω, χρειάζομαι μόνο ελευθερία κινήσεων από το σπίτι… και θα έλθει η έγχρωμη ζωή. Άλλωστε η Αθήνα σου δίνει την αίσθηση της κίνησης, του τόπου όπου μπορείς να κρυφτείς και να ονειρευτείς. Οι ελπίδες δεν ασφυκτιούν, οι επαφές είναι περισσότερο πιθανές. Η ουτοπία κρύβεται πιο εύκολα. Ενώ στην επαρχία τι όνειρα να κάνεις αφού ξέρεις εκ των προτέρων πως είναι ανέφικτα. Το ίδιο δεν συμβαίνει και στην Αθήνα, μήπως τα όνειρα δεν μένουν όνειρα; Ναι, ξέρω πως θα κοπούν πάνω στην ανικανότητα μου, την αρτηριοσκλήρωσι και ηλιθιότητα του γέρου ή του σχολείου ή της κοινωνίας ή δεν ξέρω γω τι αλλα. Αν γυρίσω στην Αθήνα θα θεριέψουν τα συμπλέγματα μου. Αυτό θα ηταν αληθινά δυσάρεστο πολύ δυσάρεστο.
Τωρα ας έρθουμε στο δράμα που τραβάν οι γεροί. Ελάχιστα με έχει αγγίξει στην καρδιά και το βρισκω πολύ φυσικό. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να κάνω αλλα φοβάμαι για τον πατέρα μου. Είναι πολύ κουρασμένος – μήπως ξεκουράζεται εδώ;
7/8/1973 ΤΡΙΤΗ (μάλλον). Νύχτα 12.10 Μυτιλ.
Φοβάμαι πως δεν αξίζω δεκάρα τσακιστή. Όλα είναι φαντασιώσεις και όνειρα. Όνειρα κάνω συνέχεια όμως ειμαι ανίκανος να πραγματοποιήσω ακόμα και τα πιο εύκολα πρακτικά πράγματα. Βρισκω δικαιολογίες, γι’ αυτό ρίχνοντας τα βάρη στους γονείς και στην κοινωνία τάχα, αποφεύγω την πάλη και την δύναμι. Ειμαι ανίκανος να παλέψω, παριστάνω τον ψυχαναλυτή του εαυτού μου και για κάθε αδυναμία βρισκω κάποιο τραύμα που μου προκάλεσαν αυτοί. Μα αυτό δεν είναι λύση.
Δεν μπορώ να γίνω συγγραφέας, μέγας ψυχίατρος, ηθοποιός, ποδοσφαιριστής κι ότι άλλο ονειρεύομαι, ειμαι ανίκανος να συγκεντρωθώ, να μιλήσω και να κρίνω σωστά, να μάθω αγγλικά, να λύσω προβλήματα, να ρίξω κορίτσια, να τρέξω χίλια μέτρα, να κρατήσω ισορροπία πάνω σε ένα ξύλο, να συγκρατήσω τον εαυτό μου να τραβάει μαλακία στα 16 χρόνια μου, να πω κατάμουτρα την αλήθεια ότι δεν αξίζω το μισό απ’ ότι με βαθμολογούν οι καθηγητές και αυτές οι εκρήξεις συγγραφικού ταλέντου δεν είναι παρά ανούσια σκιρτήματα χωρίς συνέπεια και συνέχεια.
Πρέπει να ειμαι ένα καταστραμμένος. Τι βλακεία! Πόσα θα μπορούσα να προσφέρω αν δεν είχα καταστραφεί. Δήθεν πως ασχολούμαι με σπουδαία προβλήματα ενώ τα πάντα τα κρίνω με μέτρο τον εαυτό μου, και δεν βλέπω τίποτα σπουδαίες σκέψεις, ούτε Νίτσε, ούτε Φρόιντ, ούτε Ράσελ, ούτε το ένα ούτε το άλλο, τα πάντα σύμφωνα με εμένα. Τα πάντα μια ανάλυσι και μια δικαιολογία για τη δειλία μου και την φτώχεια μου.
Παριστάνω τον μεγάλο, τον πολύξερο, τον ξεχωριστό, ειμαι πράγματι, μα από την ανάποδη.
8/8/1973 Τρίτη (νομίζω). Ποτοκάκι Σάμου. 7.00μμ.
Είμαστε στο Ποτοκάκι επιτέλους, το πολυπόθητο και πολυαγαπημένο και πολυκλαμένο Ποτοκάκι.
Φθάσαμε μετα από πολλές συγχύσεις το μεσημέρι. Έκανα μπάνιο. Ο Διονύσης με την Ιουλία?? και την Μαίρη και άλλους που δεν τους ξέρω είχαν πάει στο Κοκκάρι και στου Τσαμαδού. Βρήκα εκεί τον Πολυχρόνη και τον Ευθύμη δυο φίλους από την Βουλιαγμένη. Ο Ευθύμης είναι ένας χοντρομπαλούτσικος μελαχρινός και μοιάζει λίγο με τον Γιατρα. Ο άλλος είναι ξανθός, μεγαλόσωμος με μικρό πρόσωπο, γαμψή μύτη, μικρό στόμα και αρκετούς πατσάδες. Λίγο συμπλεγματικός μου φάνηκε και βλαμμένος, μα ίσως κάνω λάθος. Τίποτα ιδιαίτερο απ` αυτούς μέχρι στιγμής.
Μόλις τώρα γύρισα από τον άγιο Νικόλαο κάθισα και είδα το ηλιοβασίλεμα στα βουνά. Δυο παιδάκια ήρθαν καθώς κάπνιζα τα Κεντ του «θείου». Ένα κατάξανθο και ένα άλλο κοντοκουρεμένο. Τριγύριζαν γύρω γύρω από το πεζούλι, το ένα το έλεγαν Τασούλη και ηταν από την «Αθήνα», το άλλο από την «Φιλοθέη». Σε λίγο ήρθε ένας φαντάρος, φώναξε από απέναντι «το πολυβόλο, φέρε το πολυβόλο», το είπε με μακεδονοθεσσαλικη προφορά. Μετα έφυγε γκαρίζοντας «αγάπη μου επικίνδυνη, φοβάμαι τον έρωτα σου…»
Έκανα τρεις έλξεις στο μισοσάπιο μονόζυγο που είχαν φτιάξει οι φαντάροι. Από γκόμενες τίποτα καινούργιο.
Καθώς έφευγα είδα την πόρτα του εξωκλησιού ανοιχτή, η Λίτσα πότιζε τα καντήλια. Φαίνεται προσεύχεται για κανένα γαμπρό. Καημένε κοσμάκη! Τι αγάπη τι πόνος τι φιλιά τι ενεργητικότητα πάνε χαμένα!
Ας σταματήσω για απόψε εδώ.
Σάββατο 11 Αυγούστου 1973. 9.45μμ.
Ουδέν νεότερον. Η ζωή κυλά ήρεμα και ήσυχα. Peaceful. «Αι δυνάμεις της ησυχίας επικρατούν». Μόνο ο άνεμος κάνει του κεφαλιού του χαλώντας την ησυχία και τα σχέδια όλων. Χθες πήγα στο Πυθαγόρειο, ουδέν νεότερον, τίποτα και εκεί.
Ο αέρας με ξεμάλλιασε με πήγαινε σχεδόν όπου ήθελε και περιόρισε την κίνηση στο Πυθαγόρειο. Φυσά αδιάκοπα από την πρώτη του Αυγούστου σε πείσμα όλων αυτών που ήλθαν να απολαύσουν τις διακοπές τους. Κάτι πάντα, έχω παρατηρήσει δεν θα πάει καλά. Κάτι στη μηχανή θα έχει βλάβη ενώ όλα τ`άλλα δουλεύουν μια χαρά. Τουλάχιστον όπου πάω εγώ. Πικραμένος όμως ειμαι και η αντοχή στη γαϊδουρινή υπομονή μου στην μοναξιά εξαντλείται, χρειάζομαι … μια μικρή περίοδο ειρήνης δίχως άγχος, μια μικρή καλή γκομενούλα..
Ξεραΐλα. Η μικρή Γερμανιδούλα στου μπάρμπα Γιάννη πάντα μοναχική και περιορισμένη. Πάντα κάνει μπάνιο υπό το βλέμμα του μπαμπά, το βραδύ ούτε φαίνεται.
Το ξανθό στο Πυθαγόρειο είναι μόνο για να το βλέπω κλεφτά... δεν τόλμησα να το πλησιάσω. Αλώστε τι να του πω με τα άθλια αγγλικά μου. Αλλα και αυτή ούτε μια φορά δεν την είδα μονή. Πάντως θα μπορούσα να την πλησιάσω, αλλα δεν τόλμησα να αδράξω τις δυο τρεις ευκαιρίες. Τι βλακεία, τι μαλακία με δέρνει. Τελοσπάντων νοιώθω τόσο άθλια στο ηθικό που ούτε να διαβάσω δεν μπορώ. Νοιώθω τόσο κουρασμένος τόσο απελπισμένος μερικές φορές, έχω γίνει οξύθυμος και σοβαρός, είμαι όπως στις εποχές που βρισκόμασταν στα μαχαίρια με το γέρο.
Κοντά στα άλλα πάλι η κατάσταση είναι απελπιστική.
Στην Σάμο δεν βρίσκεις, ψάρια, κρέας, κοτόπουλα,, οινόπνευμα, βιτάμ, μπύρες, αυγά, ακόμα μερικές φορές λείπουν τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Η κατάσταση για τους μικρέμπορους, τους μπακάληδες, τους τουρίστες εντός των ξενοδοχείων και για τους ντόπιους που είναι απ` έξω είναι για κλάματα.
Δεν βλέπω τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω τον εαυτό μου άλλωστε με κόπο σκέφτομαι και τα πιο απλά πράγματα. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να κάνω τον εαυτό μου, παραδέρνω πνευματικά και ηθικά. Έχω επίσης και το λεγόμενο «σωματικό άγχος».
Βαριέμαι να γράψω περισσότερα και εκτός τούτου έξω αρχίσαν τις βλακείες οι γέροι με τον Φωκίωνα.-
Δευτέρα 13/8/1973 Ποτοκάκι
Η ιδέα να παραστήσω το νευρωτικό για να απαλλαγώ από την πίεσι των γονέων τον Χειμώνα. (το καλοκαίρι εφέτος έχω σχετική ελευθερία μια αμυδρή ακτίνα κατανοήσεως με κάπως ειρωνικό και πονηρό χρώμα). Είναι φοβερά μειωτικό για μένα. Μπορώ να χρησιμοποιήσω για άμυνα τα όπλα που δίνουν τα βιβλία που διαβάζω. Το άγχος και ο πόνος δεν έχουν ακόμα σωματοποιηθεί επάνω μου. Γιατί να τα προκαλέσω πριν της ώρας τους. Εφόσον ελέγχω τα απωθημένα μου με την συνείδηση δεν υπάρχει λόγος να υπάρξουν νεύρα και πολύ περισσότερο να σωματοποιηθούν.
«αγχώδης νεύρωσις» : coitus interruptus, ανικανοποίητη διέγερσι, σεξουαλική εγκράτεια στην αγχώδη νεύρωση.
Νεύρωσις = υπερβολικός αυνανισμός, ονειρώξεις επιλαμβανόμενες.
Freud
Το όνειρο είναι (μεταμφιεσμένη} πραγματικότης μιας (απωθημένης) επιθυμίας.
Τα ημερήσια υπολείμματα του ονείρου επηρεάζονται (ή επωάζονται?) από τον πόθο τοιουτρόπως ώστε να φανερώνονται με τη μορφή που θα ηταν πραγματικά στη ζωή αν είχε πραγματοποιηθεί ο πόθος, το απωθημένο;
Λέγεται και είναι σωστό ότι : τα άτομα από πολύ νωρίς μαθαίνουν να υποτάσσονται στην πραγματικότητα, χωρίς την προσαρμογή τα άτομα δεν μπορούν να προμηθευτούν τα αναγκαία του ζην ούτε να επιζήσουν γενικώς. Έστω!
Εάν το πάρουμε γενικά το πράγμα αυτό παίρνει πολύ νερό.
Η πραγματικότητα είναι «κατάσταση πράγματων» ή άλλως «κατεστημένο». Η υποταγή σε αυτό σημαίνει ψυχική και πνευματική καταστροφή ή στασιμότητα και κατά συνέπεια οπισθοδρόμηση. Από την άλλη πλευρά αντιτασσόμενος και εξεγειρόμενος στην «φύσι των πραγμάτων» ασκώ το επάγγελμά μου ως άνθρωπος. Από τη μια αν αντιταχθώ καταστρέφομαι, αν υποταχθώ χάνω την αυτονομία μου σαν άνθρωπος. μέσος δρόμος δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει.
Πια είναι η δική μου άποψη; προσωπικά προτιμώ την αυτοκαταστροφή πάρα την υποταγή. Αυτοί που τολμήσαν καταστράφηκαν λίγοι σωθήκαν. Χρειαζόμαστε θυσίες και φως. Όχι στον συμβιβασμό. Εγώ όμως σε τι μπορώ να βοηθήσω;
Τρίτη 14 Αυγούστου 1973. 6.00μμ.
Ο θείος Κίμων θεωρεί μεγάλη γρουσουζιά να του παίρνουν πράγματα από το μαγαζί χωρίς να τον ρωτούν.
Σήμερα δεν έχω τίποτα να κάνω ή να πω και καμία όρεξη να διαβάσω. Η αριστερή μου ωμοπλάτη είναι πιασμένη από την Κυριακή.
Βαριέμαι τρομερά και έχω αφήσει μόνο 7 τσιγάρα από το πακέτο «Sante» άφιλτρο που πήρα χθες βράδυ στο Πυθαγόρειο.
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ιδιαίτερα με ευχαριστεί να κάθομαι μετα το απογευματινό μπάνιο και όλες τις κούρασες της ημέρας, στο καφενείο να τις αφήνω. Ιδιαίτερα να κοιτάζω τη θάλασσα και τη Μυκάλη να ξεχύνονται μπρος και αναμεσά στις μοναχικές καρέκλες και τις φωνές των παιδιών να σκούζουν κάποιος να κουνιέται θοριβώδικα στη θάλασσα και τα πούλια των ζαριών να κτυπούν συνοδευόμενα από τα επιφωνήματα των παικτών και ο ήλιος να δύει… πόση ευχαρίστησι μου δίνει. Και γιατί τούτες οι εικόνες μου ξυπνούν τη ψυχή, και γιατί οι φωνές μοιάζουν σαν λεπίδια στο κόσμο μου, του παραλογου;
Νοιώθω ωστόσο ήσυχος, κανένα μήνυμα, καμία ποίησις μέσα μου, μόνο ησυχία βαριεστημάρα και απογοητευμένη αδιαφορία. Γύρω μου ο σκουριασμένος αλλα τόσο ζεστός κόσμος της νησιώτικης υποκουλτούρας (λέξεις που τις παίρνω από το «Ουρανός και Γη»). Όλα αυτά τα τόσο απογοητεύτηκα για μένα τα αποδίδω στην αποτυχία όλων των σεξουαλικών ορμών να διοχετευθούν κάπου και να έρθουν στη ποθητή ολοκλήρωσι κι αν όχι αυτό, τουλάχιστον, σε μια επαφή που να εκπληρώνει έστω και στο ελάχιστο τις επιθυμίες, τις τάσεις μου.
Ήδη άρχισα να σκέπτομαι τον γυρισμό Αθήνα όπου θα μπορέσω να ξεχαρμανιάσω ή έστω να ξεφορτώσω ένα κάποιο βάρος από το φορτίο της απογοήτευσης και της μηδαμινότητας που σέρνω.
Μα ξέρω ότι έχω λιγότερες ελπίδες και ευκαιρίες για κάτι τέτοιο στην Αθήνα. Ήδη η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει. Ο Σεπτέμβριος είναι ποτισμένος με την αναμονή και την αγωνία της ενάρξεως του σχολείου. Τι βλακεία το καλοκαίρι μού ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια. Σε μένα τώρα στις δυνάμεις μου, στην θέλησι μου, στην κατανόηση των δικών μου έγκειται να μπορέσω να ανταπεξέλθω στον Γολγοθά των δυο επόμενων ετών, χωρίς κανένα αντιστάθμισμα ή αντίκρισμα χωρίς καμία ανάμνησι και χαρά από τούτο το καλοκαίρι που ίσως να είναι και το τελευταίο.
Μα την αλήθεια τα δυο επόμενα χρόνια κρίνουν τη ζωή μου. Μετα αν κάνω καλοκαίρι θα `νε μετα τρία χρόνια υπό την προϋπόθεση να μπω στην Ιατρική με την πρώτη. Μέσα σε τρία χρόνια όμως πολλά αλλάζουν, πάρα πολλά!
30 Αυγούστου 1973. Αθήναι
Στην εξοχή, το καλοκαίρι με την άφεσι μας και την αγάπη μας, την αδιαφορία για τα προβλήματα της πόλης, μου δίνει την αίσθησι της ξενοιασιάς, της εύκολης φιλίας και εκμυστηρεύσεως που η πόλι τον χειμώνα, τόση κακόβουλη, στριφνή και απρόσωπη δεν μου δίνει.
Νοιώθω έτοιμος να σπάσω και η καρδιά μου ματώνει καθώς θυμάμαι μακρόστενες ατημέλητες φάτσες, τα μακριά μαλλιά, τα γυμνά κορμιά ηλιοκαμένα και σφιχτά σαν ψωμί χωριάτικο.
Μόνο εγώ έμεινα λίγο πιο πάνω και πίσω ξέχωρα από τούτο «το καλό» πλήθος του καλοκαιριού, μόνος μου…
Ω, Ανν πόσο άδικα χάσαμε τον καιρό, πόση χαρά πήγε… ο κύκλος δεν έκλεισε και όλα πήγαν στραβά και εφέτος. Μια ακόμα ήττα. Για μένα ήταν άλλη μια πληγή.
Ω, Ανν πόσο κόπο μου κάνει να χαράζω το όνομα σου εδώ. Ένα μόνο θέλω να ξέρω. «Γιατί;»
3 /9/ 1973. Αθήνα
Την έχω πάθει με την Καναδέζα. Δεν ξέρω ούτε γω πόσες φορές την είδα στον ύπνο μου.
Το ηθικό μου για άλλη μια φορά είναι κουρελιασμένο, χάλια. Δυο μέρες και αυτές λειψές που γνώρισα την Ανν από το Τορόντο. (21-23Αυγούστου). Και μόνο το γεγονός ότι δυο βδομάδες την είχα δίπλα και δεν έκανα τον κόπο να της πω δυο κουβέντες παρ όλο που έλιωνε το κορίτσι. Τι βλακεία, τι μαλακία με δέρνει! Μόνο στο μπαρ χορέψαμε λίγους χορούς και μετα η αδελφή της και αυτή καθώς κατά τις δώδεκα θα έφευγα με πήραν από πίσω. Είπαμε λίγα λόγια μέχρι το δρόμο που έπρεπε να πάρουν για το ξενοδοχείο τους.
Την άλλη μέρα στην πλαζ έκανα την βλακεία να τις ακολουθήσω. Πειράχτηκαν και με το δίκιο τους. Πάλι δυο κουβέντες είπαμε και τίποτα, έμοιαζαν να φοβούνται. Γιατί; Δεν ήμουν όπως περίμεναν; το βράδυ στο Πυθαγόρειο έκανα άλλη μαλακία. Έφυγα χωρίς να κοιτάξω καν ενώ περνούσαν. «για να τις σνομπάρω και επειδή ηταν η τελευταία μέρα» είπε ο Διαμαντής και εγώ ο ηλίθιος τον άκουσα. Είχε βέβαια κάποιο δίκιο, αλλα εδώ ηταν άλλη περίπτωσι, άλλο πράγμα.
Εγώ ένοιωθα αυτή την τελευταία φορά σαν μια ολοκλήρωσι στον κύκλο των σχέσεων μας με το ξανθό, μια τελευταία συνομιλία έστω και δυο λεπτών, κάτι σαν κάθαρσι, σαν μια τελευταία γραμμή στο σχήμα. Γιατί για μένα η Ανν δεν ηταν ούτε η γκόμενα ούτε το κορμί που πιθανόν φανταζόμουν. Ηταν μια μικρή λύτρωσι που έρχονταν από την μακρινή ήρεμη και ισορροπημένη πατρίδα της και με την ευαισθησία που διακρίνει την φάρα της, με την απλότητα και αδεξιότητα των 12-14 χρόνων (ούτε ξέρω πόσο είναι!) να φέρει κάποιο τέλος -έστω υποκειμενικά- στην δικιά μου υστερία και αγωνία. Ηταν κάτι άλλο τελοσπάντων. Την γνώρισα και έφτιαξα γύρω της ένα κόσμο φανταστικό, τον κόσμο μου, την γνώρισα σε μια εποχή ηλιόλουστη και καθαρή όπου οι άνθρωποι χαλαρώνουν και αφήνουν τα νεύρα τους, αγαπιούνται και γδύνονται και όλα είναι χωρίς ντροπές, άγρια βλέμματα, κακοτοπιές και κακοβουλίες όπως τον χειμώνα σε αυτήν την χαζή πόλη των τριών εκατομμύριων γαϊδουριών.
Ηταν τέλος πάντων κάτι έξω από τα κορίτσια που είχα ή φανταζόμουν να έχω, αιφνιδιάστηκα καθώς δεν περίμενα να την πάθω από το λιγνό ξανθό με το σπαθάτο ηλιοκαμένο κορμί, κοριτσάκι που μόλις άρχιζε να κάνει τα πρώτα βήματα μακριά από τον μπαμπά. Τωρα είναι μακριά και γω όνειρα μόνο φτιάχνω και σε όνειρα την βρίσκω.
Ίσως να είναι η αρχή του τέλους, μετά από τις τελευταίες ήττες μου. Φαντάζομαι ότι κάποιος βαθύς ψυχολογικός δεσμός μας μας ένωνε κι εγώ σχεδόν τον έσπασα. Το ήξερα ότι η Ανν με ήθελε, την μαρτυρούσαν τόσα κρυφά βλέμματα που έπιασα. Ίσως… ίσως κάποτε να ξαναβρεθούμε. Ξέρω ότι ο πατέρας της είναι καθηγητής Γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο, έχει έναν αδελφό και δυο αδελφές, την λένε Ανν και μένει στο Τορόντο του Καναδά. Έμεινε δυο μήνες και παραπάνω στη Σάμο και πιθανώς είναι 13 χρονών
Παρόλα αυτά όμως σκέφτομαι πως είναι καλυτέρα έτσι. Ποτέ δεν τα βρίσκουμε όπως θέλουμε.
Το κακό είναι πως η ελπίδα έγινε πολύ δυσεύρετο είδος.
*Η Γλωσσα, γραμματική και σύνταξη αλλάχτηκαν ελάχιστα για να κρατηθεί το ύφος της εποχής και της ηλικίας
Κ.Β. 2025