Ο Γιός του Μπάτσου
Ήτανε το λακκάκι στη βάση του λαιμού του. Ναι, αυτό αρχικά. Αλλά και ο γυμνός ώμος, στρογγυλός, σφιχτός, ένας ώριμος καρπός από ένα μακρινό οπωροφόρο, έτοιμο να εκραγεί από τους χυμούς του.
Ήρθε από μακριά, αυτό το κάψιμο, έσκασε σαν βόλι στη κοιλιά, διαπέρασε τον σπλήνα και καρφώθηκε εκεί πίσω, στο πιο πονεμένο, το πιο κρυφό μέρος του εαυτού της.
Η Μαρία ένοιωσε αυτή την αύρα που της συνέβαινε μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα πριν λιποθυμήσει. Αυτό είναι, θα πέσω, σκέφτηκε. Την ίδια στιγμή αρπάχτηκε από αυτή τη πανικόβλητη σκέψη. Φοβούμενη πως αν λιποθυμούσε, εκεί πάνω στις σκάλες, πρώτον, θα γίνονταν ρεζίλι στο αγόρι, δεύτερον θα της έφευγε η δική της άκρη από το στρώμα και θα κουτρουβαλούσε τη σκάλα. Πιθανόν θα την ακολουθούσε πλακώνοντας τη, γιατί αυτή βρίσκονταν στη κάτω μεριά του στρώματος όπως το κουβαλούσαν, για να το ανεβάσουν στο ταρατσάκι από πάνω. Η σκέψη την τσίτωσε και δεν λιποθύμησε …
Είχανε σταματήσει λίγο πριν το τέλος της σκάλας του τρίτου και τελευταίου ορόφου, λίγα σκαλιά και θα έβγαιναν στο ταρατσάκι, για να αερίσει και να χτυπήσει το στρώμα. Γιατί το έκανε; πως διάολε της ήρθε τέτοιο πράγμα, σαν κάτι υστερικές με το νοικοκυριό και την καθαριότητα. Πρώτη και τελευταία φορά, σκέφτηκε.
Το αγόρι σήκωνε η μάλλον τραβούσε το περισσότερο βάρος. Ήταν ένα γεροδεμένο, ωραίο αγόρι ούτε καν είκοσι, με γλυκά μάτια και ροδακινιά, σαν τόξα, χείλη. Είχαν κοντοσταθεί, λαχανιασμένοι και οι δυο, να βρουν τις αναπνοές τους και τότε ήταν που ένοιωσε εκείνο το κάψιμο εντός της. Αρχαίο, γνώριμο, επικίνδυνο. Επικίνδυνα παιχνίδια παίζει το μυαλό σου Μαρία, είπε στον εαυτό της. Ιδιαίτερα τώρα τελευταία, μετά την έφεση …Ναι, θα έβγαινε, ο Νικήτας, ο άντρας της, σίγουρο το είχε ο δικηγόρος, πως με αυτή την έφεση θα τον έβγαζε, αλλά απορρίφθηκε και θα έμενε μέσα αλλά τρία χρόνια σίγουρα… δεν άντεχε άλλο. Μαρτύριο! Δικαστήρια, Ευελπίδων, μεταγωγές, Κορυδαλλός, Θήβα, Λάρισα, ξανά Κορυδαλλός…
Κάτι της έλεγε τώρα … ο Σπύρος, το παιδί που προσφέρθηκε πρόθυμα να τη βοηθήσει. Α, ναι, είπε, δεν είναι τίποτα αγόρι μου, δεν το είχε προσέξει. Ένα χανζαπλάστ είχε ξεκολλήσει από το γόνατο της. Ο Σπύρος έσκυψε, κάπως αυθόρμητα, λίγο άγαρμπα και το έπιασε. Είχε τεντωθεί όπως ήταν πιο ψηλά από εκείνη και αδέξια πήγε να το ξανά κολλήσει, σκύβοντας πάνω από το στρώμα για να τη φτάσει. Το στρώμα γλίστρησε και βρέθηκε, βρέθηκαν κολλημένοι, αυτός από πάνω της και ένοιωσε την αναπνοή του. Έκλεισε τα χέρια της πίσω από τις ωμοπλάτες του και τον τράβηξε προς το μέρος της. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Γρήγορα τα χείλη του γυρέψαν τα δικά της, η γλώσσα της τη δική του. Το χέρι στο στήθος της. Η ρώγα της που καρφώθηκε. Ένοιωσε την καβλα του να ορθώνεται πάνω στην κοιλιά της και …
- Κυρία Μαρία, είστε καλά, να φωνάξω τη μάνα μου από κάτω;
Το πρόσωπο του Σπύρου ήταν από πάνω της γεμάτο αγωνία. Αναδεύτηκε, μηχανικά έσιαξε τα μαλλιά της, κατακόκκινη.
- Όχι, αγόρι μου καλά είμαι, μην ανησυχείς, σ` ευχαριστώ…
Θα πρέπει να είχε μπλακάουτ για δυο η τρία δευτερόλεπτα. Ήτανε αρκετά για να ζήσει μια σχεδόν ολοκληρωμένη ονείρωξη με το αγόρι... Το γιό του μπάτσου του πρώτου ορόφου.Για φαντάσου, σκέφτηκε... Και ξαφνικά έβαλε τα γέλια.
Ο μικρός ξαφνιάστηκε, αλλά ανακουφισμένος που είχε κάτι να κάνει, άρπαξε το στρώμα και πριν η Μαρία προλάβει να κινηθεί, το είχε φτάσει μέχρι τη πόρτα της ταράτσας.
Κ.Β. 22.11.2019
22.11.2019 Ο Γιός του Μπάτσου
Ήτανε το λακκάκι στη βάση του λαιμού του. Ναι, αυτό αρχικά. Αλλά και ο γυμνός ώμος, στρογγυλός, σφιχτός, ένας ώριμος καρπός από ένα μακρινό οπωροφόρο, έτοιμο να εκραγεί από τους χυμούς του.
Ήρθε από μακριά, αυτό το κάψιμο, έσκασε σαν βόλι στη κοιλιά, διαπέρασε τον σπλήνα και καρφώθηκε εκεί πίσω, στο πιο πονεμένο, το πιο κρυφό μέρος του εαυτού της.
Η Μαρία ένοιωσε αυτή την αύρα που της συνέβαινε μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα πριν λιποθυμήσει. Αυτό είναι, θα πέσω, σκέφτηκε. Την ίδια στιγμή αρπάχτηκε από αυτή τη πανικόβλητη σκέψη. Φοβούμενη πως αν λιποθυμούσε, εκεί πάνω στις σκάλες, πρώτον, θα γίνονταν ρεζίλι στο αγόρι, δεύτερον θα της έφευγε η δική της άκρη από το στρώμα και θα κουτρουβαλούσε τη σκάλα. Πιθανόν θα την ακολουθούσε πλακώνοντας τη, γιατί αυτή βρίσκονταν στη κάτω μεριά του στρώματος όπως το κουβαλούσαν, για να το ανεβάσουν στο ταρατσάκι από πάνω. Η σκέψη την τσίτωσε και δεν λιποθύμησε …
Είχανε σταματήσει λίγο πριν το το τέλος της σκάλας του τρίτου και τελευταίου ορόφου, λίγα σκαλιά και θα έβγαιναν στο ταρατσάκι, για να αερίσει και να χτυπήσει το στρώμα. Γιατί το έκανε; πως διάολε της ήρθε τέτοιο πράγμα, σαν κάτι υστερικές με το νοικοκυριό και την καθαριότητα. Πρώτη και τελευταία φορά, σκέφτηκε.
Το αγόρι σήκωνε η μάλλον τραβούσε το περισσότερο βάρος. Ήταν ένα γεροδεμένο, ωραίο αγόρι ούτε καν είκοσι, με γλυκά μάτια και ροδακινιά, σαν τόξα, χείλη. Είχαν κοντοσταθεί, λαχανιασμένοι και οι δυο, να βρουν τις αναπνοές τους και τότε ήταν που ένοιωσε εκείνο το κάψιμο εντός της. Αρχαίο, γνώριμο, επικίνδυνο. Επικίνδυνα παιχνίδια παίζει το μυαλό σου Μαρία, είπε στον εαυτό της. Ιδιαίτερα τώρα, σκέφτηκε, από την έφεση και μετά… Θα έβγαινε, ο Νικήτας. Σίγουρο το είχε ο δικηγόρος, πως με αυτή την έφεση θα τον έβγαζε, αλλά απορρίφθηκε και θα έμενε μέσα αλλά τρία χρόνια σίγουρα… δεν άντεχε άλλο. Μαρτύριο! Δικαστήρια, Ευελπίδων, μεταγωγές, Κορυδαλλός, Θήβα, Λάρισα, ξανά Κορυδαλλός…
Κάτι της έλεγε τώρα … ο Σπύρος, το παιδί που προσφέρθηκε πρόθυμα να τη βοηθήσει. Α, ναι, είπε, δεν είναι τίποτα αγόρι μου, δεν το είχε προσέξει. Ένα χανζαπλάστ είχε ξεκολλήσει από το γόνατο της. Ο Σπύρος έσκυψε, κάπως αυθόρμητα, λίγο άγαρμπα και το έπιασε. Είχε τεντωθεί όπως ήταν πιο ψηλά από εκείνη και αδέξια πήγε να το ξανά κολλήσει, σκύβοντας πάνω από το στρώμα για να τη φτάσει. Το στρώμα γλίστρησε και βρέθηκε, βρέθηκαν κολλημένοι, αυτός από πάνω της και ένοιωσε την αναπνοή του. Έκλεισε τα χεριά της πίσω από τις ωμοπλάτες του και τον τράβηξε προς το μέρος της. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, γρήγορα τα χείλη του γυρέψαν τα δικά της, η γλώσσα της τη δική του, το χέρι στο στήθος της, η ρώγα που καρφώθηκε. Ένοιωσε την καβλα του να ορθώνεται πάνω στην κοιλιά της και …
- Κυρία Μαρία, είστε καλά, να φωνάξω τη μανά μου από κάτω;
Το πρόσωπο του Σπύρου ήταν από πάνω της γεμάτο αγωνία. Αναδεύτηκε, μηχανικά έσιαξε τα μαλλιά της, κατακόκκινη.
- Όχι, αγόρι μου καλά είμαι, μην ανησυχείς, σ` ευχαριστώ…
Θα πρέπει να είχε μπλακάουτ για δυο η τρία δευτερόλεπτα. Ήτανε αρκετά για να ζήσει μια σχεδόν ολοκληρωμένη ονείρωξη με το αγόρι. Το γιο του μπάτσου του πρώτου ορόφου. Και ξαφνικά έβαλε τα γέλια.
Ο μικρός ξαφνιάστηκε, αλλά ανακουφισμένος που είχε κάτι να κάνει, άρπαξε το στρώμα και πριν η Μαρία προλάβει να κινηθεί, το είχε φτάσει μέχρι τη πόρτα της ταράτσας.
22.11.2019