Ο Τσάρλι Κόλτον Πέθανε
Σήμερα κηδέψαμε τον κύριο Τσάρλι. Ήταν μια ήσυχη, χριστιανική τελετή η κηδεία του κ. Τσάρλι Κόλτον. Είμαστε μια χούφτα άνθρωποι εδώ, στο Φρίερς Πόιντ, κι έχουμε μια μόνο εκκλησία. Ο εφημέριος είναι Βαπτιστής, όπως είμαστε οι περισσότεροι. Ο κ. Τσάρλι ήταν Μεθοδιστής, αλλά τέλος πάντων η κηδεία έγινε όπως έπρεπε. Παραβρεθήκαν λοιπόν, ο κ.Τσερτς το αφεντικό μου, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Coahoma, ο βοηθός του σερίφη, ο κ. Άλεν, ο Κάρτερ Μπράουν, που έχει το καπνοπωλείο, ο νεαρός συνάδελφος του κ. Τσάρλι, ο Μπόμπυ Χάρπερ και φυσικά εγώ, ο μόνος έγχρωμος, αν εξαιρέσεις τους δυο νεκροθάφτες του γραφείου τελετών του κυρίου Όζι, που δεν καταδέχτηκε να έρθει στην κηδεία του κ. Τσάρλι. Τώρα βέβαια και ο κ. Τσάρλι δεν θα στεναχωρήθηκε, επειδή δεν ήρθε ο γέρο-Όζι, όσο μπορεί ένας τόσο πεθαμένος άνδρας να στεναχωρηθεί. Μάλλον το αντίθετο. Γιατί οι δυο τους είχαν ανταλλάξει βαριές κουβέντες στο μπαρ του Ελκ. Ναι, είχε γίνει μεγάλος σαματάς τότε. Ο κ. Τσάρλι - ας τον αναπαύει ο Κύριος Ημών - καυχήθηκε για τα παπούτσια που πουλούσε και μάλιστα για τις δερμάτινες γυναικείες γόβες που πουλιόνταν, σαν φρέσκα ψωμάκια στις κυρίες της κομητείας. Και γι’ αυτό η εταιρεία του τον βράβευσε, με ένα ακόμη ολόχρυσο ρολόι Hamilton - θα ήταν το 10ο στη σειρά. Ο κύριος Όζι, - που όταν έπινε, έχανε στο πόκερ και ο κ. Τσάρλι τον είχε μαδήσει ουκ ολίγες φορές - κάτι του είπε… κάτι όπως, μπαγαπόντη ή τσαρλατάνο και παραλίγο να έρθουν στα χέρια. Εγώ τα έμαθα, αν και δεν ήμουν σε εκείνο τον καυγά για να ξέρω από πρώτο χέρι, μόνο οι λευκοί μπαίνουν στο μπαρ του Ελκ. Φυσικά τα έμαθα από τον κύριο Τσάρλι αυτοπροσώπως.
Έμενε πάντα στο ίδιο δωμάτιο στο ξενοδοχείο μας και πάντα μου έδινε ένα δολάριο φιλοδώρημα, κάποιες φορές δυο ή και τρία και εγώ πάντα κουβαλούσα τις βαλίτσες του στο δωμάτιο, άναβα τον ανεμιστήρα (μέχρι που χάλασε) κι έφερνα παγωμένο νερό για το ουίσκι του. Μιλούσαμε με τον κ. Τσάρλι, δηλαδή εκείνος μιλούσε, και μιλούσε πολύ. Εμένα μου άρεσε που μιλούσε ο κ. Τσάρλι, παρόλο που ήταν τόσο καυχησιάρης και μερικές φορές απότομος. Και τώρα που έφυγε νιώθω μεγάλη λύπη σαν να έφυγε ένας δικός μου. Ε, μα ναι, μπορείς να το πεις και έτσι…
Εγώ τον βρήκα πεθαμένο. Ήταν εκείνο το βράδυ, μετά που έφυγε από το δωμάτιό του ο Μπόμπι Χάρπερ, αυτός ο αχαΐρευτος. Είχε ανέβει για να παίξουν πόκερ και να πιούν όπως συνήθως. Ανέβηκα πάνω με μία κανάτα παγωμένο νερό από την κουζίνα, όταν άκουσα τις φωνές. Ο κύριος Τσάρλι φώναζε, και ο Χάρπερ έβγαινε με το πάσο του από το δωμάτιο σαν να μην έτρεχε τίποτα. Φώναζε με όλη του τη δύναμη και είχε στ’ αλήθεια στεντόρεια φωνή, κι έλεγε κάτι όπως, εγώ ανήκω στην παράδοση, είμαι θρύλος, γνωστός σε όλο το Δέλτα του Μισισιπή. Είμαι ο κύριος Τσάρλι! Εσένα ποιος σε ξέρει; τι αντιπροσωπεύεις; Έξω από το δωμάτιό μου! Καλύτερα να ρίχνω μόνος μου πασιέντζες παρά να παίζω πόκερ με τον κάθε τυχάρπαστο… τέτοια έλεγε και εγώ τον ρώτησα μπαίνοντας. Γιατί οι φωνές, κύριε Τσάρλι; και ο κύριος Τσάρλι είπε. Ε, καμιά φορά χάνω την υπομονή μου και ξαφνικά ηρέμησε, αλλα ήταν κατακόκκινος από τη σύγχυση που του έκανε αυτό το ρεμάλι ο Μπομπ Χάρπερ. Και με ρώτησε αν θυμάμαι πώς ήταν παλιά, εγώ απάντησα, Μάλιστα κ. Κόλτον. Τότε άρχισε να μιλάει και να θυμάται πώς ήταν τα παλιά χρόνια. Πώς έρχονταν στην πόλη μας σαν ήρωας, πώς αυτό το δωμάτιο ήταν σαν αίθουσα του θρόνου, έτσι είπε, με τα δείγματά του ακουμπισμένα σε πράσινο βελούδο. Μπροστά - μπροστά είχε τις πιο ακριβές, δερμάτινες, λουστρινένιες γόβες κυριών, πάνω στο κομό τοποθετούσε τα ποτά. Άνθρωποι του σιναφιού του μπαινόβγαιναν αλλά και άλλος κόσμος, διάφοροι, …παίζανε πόκερ συνεχώς με φωνές, γέλια και κέφι. Αφού είπε αυτά και αλλά που δεν θυμάμαι, σταμάτησε, όρθιος στη μέση του δωματίου, ακόμα πιο κατακόκκινος και ρώτησε, πού πήγαν όλα αυτά… πού χάθηκαν… και εγώ είπα: Το νεκροταφείο είναι γεμάτο από παλιούς γνωστούς μας, κύριε Τσάρλι. Τότε, ο κ. Τσάρλι πήγε προς το παράθυρο και άνοιξε με μία κίνηση απότομη τις κουρτίνες, σαν να ήταν ο παλιός καλός κύριος Τσάρλι και είπε σιγά, ίσα ίσα που τον άκουσα: Είναι νύχτα. Τότε εγώ πήγα και στάθηκα δίπλα του, στο παράθυρο, κοιτώντας έξω και αφού μείναμε σιωπηλοί για μία δύο στιγμές κοιτάζοντας το σκοτάδι που ‘χε πέσει, ακούγοντας μόνο τις αναπνοές μας, που έβγαιναν από τα πνευμόνια των δυονών μας, με τον τρόπο που βγαίνει βραχνά ο αέρας από δύο γέρους κουρασμένους άντρες, είπα. Σωστά, κύριε Τσάρλι, είναι νύχτα.
Μετά έφυγα, πήγα κάτω. Και πριν τελειώσει η βάρδια μου και πάω σπίτι, δυο ώρες μετά, ανέβηκα με μια κούπα ζεστό τίλιο με πασιφλόρα, όπως είχαμε συμφωνήσει να του φέρνω τελευταία, όποτε έρχονταν σε μας και να πάρω την μποτίλια και τη λεκάνη. Και τον βρήκα νεκρό. Ήταν καθισμένος στην καρέκλα με το στόμα μισάνοιχτο και τα μάτια ορθάνοιχτα, τα χέρια να κρέμονται πεθαμένα, ακόμα στητός, με το κεφάλι λίγο προς τα πίσω. Ακούμπησα το τίλιο στο κομό, γιατί σκέφτηκα πως ξαφνικά μπορεί να μου κοβόταν τα γόνατα και να ‘πεφτα, όμως δεν έπεσα, παρά πήγα και του έκλεισα τα μάτια, έσιαξα το κεφάλι του για να μην κρέμεται το σαγόνι του, έτσι άπρεπα, για έναν ανυπεράσπιστο πεθαμένο άνθρωπο.
Τον κοίταζα και αισθανόμουν μεγάλη λύπη, μόνος με τον άψυχο κύριο Τσάρλι Κόλτον. Τότε ήταν που πρόσεξα το πιο περίεργο πράγμα. Πάνω στο φαρδύ στήθος του είχε κρεμάσει παρατεταγμένα όλα τα χρυσά ρολόγια Hamilton, που είχε κερδίσει ως βραβεία στις πωλήσεις παπουτσιών, για πάνω από 45 χρόνια! Σκέφτηκα, ο καυγάς με τον νεαρό Χάρπερ, θα τον τάραξε περισσότερο από το συνηθισμένο και πήγε και φορτώθηκε τα ολόχρυσά του ρολόγια, πάνω στο καφέ με κόκκινες ρίγες γιλέκο του, μετά κάθισε στην καρέκλα του, στητός και ξεψύχησε.
Τώρα πια δεν θα ξανά-κουβαλήσω τις βαλίτσες του κυρίου Τσάρλι, ούτε θα πάω παγωμένο νερό για το ουίσκι του, ούτε θα με κεράσει κανένα από αυτά τα χοντρά, κουβανέζικα πούρα που με κερνούσε πότε-πότε. Μερικές φορές έκοβε το πούρο, μου το άναβε και μαζί καπνίζαμε, χαζεύοντας από το παράθυρο τη νύχτα να ‘ρχεται από το ποτάμι και εγώ ένιωθα ωραία και ήσυχα με τον κύριο Τσάρλι δίπλα μου, όρθιο. Δεν συνηθίζεται καθόλου ένας νέγρος να φουμάρει, έτσι δα, δίπλα σε έναν λευκό αλλά τον κ. Τσάρλι δεν τον ένοιαζαν κάτι τέτοια. Μα τώρα πάει κι εγώ νιώθω μία πικρή μοναξιά μέσα μου, τέτοια που δεν είχα νιώσει ούτε για τους γέρους μου όταν έφυγαν, ούτε πιστεύω για κανέναν άλλον.
Φώναξα αμέσως τον κ. Τσέρτς από δίπλα και αυτός τον γιατρό και τον αστυνόμο, κ. Άλεν. Μόλις μπήκαν μέσα ο γιατρός με τον αστυνόμο, εγώ βγήκα και περίμενα απέξω από το δωμάτιο, μια και δεν είναι σωστό να παραβρίσκομαι στην εξέταση ενός φρεσκοπεθαμένου λευκού, αλλά αυτοί με φώναξαν αμέσως να βοηθήσω να τον ξαπλώσουμε στο κρεβάτι του. Δεν κράτησε πολύ. Ο γιατρός Τζεικόμπς έγραψε αμέσως το πιστοποιητικό του θανάτου. Είπε να ειδοποιήσουμε για την κηδεία, αλλά αμέσως όλοι μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Και ο κ. Τσέρτς είπε πως ο κ. Τσάρλι, ήταν ολομόναχος, κανείς δεν ήξερε αν υπήρχαν τίποτα συγγενείς, δηλαδή δεν είχαμε να ειδοποιήσουμε κανέναν δικό του και αυτό ήταν πολύ λυπηρό, και όλοι νιώσαμε άβολα.
Κ.Β. 31.12.2019