Σκούπισε διακριτικά τις παλάμες της, που ίδρωναν, στη βαμβακερή - ολοκαίνουργια μπεζ απ` το ΖΑRA - φούστα της. Χαμογέλασε και στους δυο. Ταυτόχρονα σκέφτηκε πως αυτό ήταν ένα ψεύτικο χαμόγελο. Ένα σαν ζωγραφισμένο σε μάσκα χαμόγελο, και καθώς άκουγε τη σκέψη να γεννιέται στο νου της, ένοιωσε πως πράγματι, έτσι ήταν, και πως, οι δυο τους, πατέρας και γιος, αντιλήφτηκαν το ψευδές του προσώπου της. Την παρατηρούσαν με κοροϊδευτική χαιρεκακία … ή μήπως χαιρέκακη κοροϊδία, σκέφτηκε η Μαρίνα, ξαφνιασμένη, επειδή συνειδητοποίησε πως έκανε σκέψεις μέσα στη σκέψη της, καθώς έφερνε το τζίκεικ με βατόμουρο από τη κουζίνα στο σαλόνι, όπου αυτοί, ο αδελφός της με το γιο του, είχαν θρονιαστεί.
Μέχρι να ακουμπήσει το γλυκό στο τραπεζάκι, το χαμόγελο είχε εξαφανιστεί και το πρόσωπο της πήρε τη συνηθισμένη δασκαλίστικη φόρμα του. Δασκαλίστικη έκφραση! Τι κοινοτυπία, παρά λίγο να της ξεφύγει δυνατά στον αδελφό της όταν της είπε, την ίδια μέρα που έπιασε δουλειά σε ένα ιδιωτικό σχολείο στο Περιστέρι, αφού είσαι πια δασκάλα, ε, χμμ … σου πάει αυτό το στυλάκι, από μικρή το είχες, Μαρινάκι μου…
Τώρα ήταν καθισμένος στο σαλονάκι της μαζί με το γιο του. Μια σπάνια επίσκεψη, παραμονές γιορτών, τον κατάφερε να έρθει για τον μποναμά της θείας.
Άρχιζε να παίρνει το πλαδαρό άχαρο σουλούπι του αδελφού της, ένας εκκολαπτόμενος βουλιμικός, σκέφτηκε η Μαρίνα παρατηρώντας τους, ενώ ετοίμαζε το σερβίρισμα. Την εκνεύριζε ανέκαθεν το περιπαικτικό, μόνιμα ειρωνικό ύφος του μεγάλου της αδελφού. Η αφ`υψηλού δήθεν καλοπροαίρετη προστατευτικότατα του, της προκαλούσε αμηχανία ανάμικτη με εκνευρισμό, όσο πιο συγκαταβατικός γίνονταν απέναντι της, τόσο η δυσφορία της γιγαντωνόταν.
Θεία, έκανε ο ανιψιός,- από την ώρα που μπήκε δεν σήκωσε τα μάτια του από το παιχνίδι που έπαιζε στο κινητό -, είναι αλήθεια πως είσαι υποχόνδρια με τη καθαριότητα…; Την κοίταζε τώρα αθώα, σαν να έλεγε, έλα τώρα, παιδάκι είμαι, δικαιούμαι να σου χώσω μια προσβολή στη μούρη, μην τσαντίζεσαι…
Ο αδελφός της έκανε πως μάλωνε το δωδεκάχρονο. Τι είναι αυτό που είπες στη θεια σου Γιάννη, δεν ντρέπεσαι; Κοίταξε τη Μαρίνα σαν να της έλεγε, είδες αδελφή, τόνε κατσάδιασα!
Η Μαρίνα ακούμπησε το τσίκεικ στο τραπέζι μπροστά τους, έλεγξε τα σερβίτσια του γλυκού, τρία, ένα για τον καθένα, χριστουγεννιάτικες χαρτοπετσέτες, καράφα με νερό, το ποτήρι του ουίσκι πάνω στο σουπλά του, όλα στη θέση τους.
Μα, αφού μπαμπά, όλο το σπίτι, μέχρι και τα πόμολα μυρίζουν χλωρίνη.
Ναι, είμαι υπερβολική με την καθαριότητα, όπως ξέρει πολύ καλά ο πατέρα σου, είπε ήρεμα η Μαρίνα.
Για να δούμε το πέτυχε η θεία το τζίκεικ, και άντε παράτα το κινητό, επιτέλους πια…
Ο μικρός το άφησε και έσκυψε πάνω από το κομμάτι του γλυκού που σερβίριζε η θεια του.
Μμμ, έκανε κι αυτό βρωμάει χλωρίνη, και δεν μ`αρέσει το τσικεικ με βατόμουρο, αυτό είναι με βατόμουρο κι εμένα μ` αρέσει με φράουλα το τζικε….
Δεν πρόλαβε να αποσώσει. Με μια αστραπιαία κίνηση η Μαρίνα τον γράπωσε απ το σβέρκο και έσπρωξε τη μούρη του ανιψιού πάνω στο κέικ. Πίεσε με δύναμη, μετά τον τράβηξε πίσω σαν να ήταν κούκλα. Ο μικρός έσκασε πίσω στον καναπέ, πασαλειμμένος με το γλυκό, κομματάκια γλιστρούσαν όμορφα από τη μούρη του, ενώ θραύσματα γλάσο σκόρπιζαν στο αέρα και άρχισε να τσιρίζει σαν ζωάκι που του πάτησαν την ουρά.
Τι διάολο, Μαρίνα , γαμώ … άρχισε ο αδελφός και πετάχτηκε επάνω όρθιος, παρ όλα τα τρεμουλιαστά σαν ζελέ, παραπανίσια κιλά του. Η Μαρίνα του χαμογέλασε και μια κίνηση που συνδύαζε χάρη, αρμονία και ακρίβεια, εκσφενδόνισε το καλό της κουζινομάχαιρο, με το οποίο είχε κόψει το τσίκεικ με βατόμουρα. Το μαχαίρι διέσχισε την απόσταση μεταξύ τους και το παρακολούθησε να καρφώνεται, με ένα σχεδόν αθόρυβο, ευγενικό σπλατς στην καρωτίδα του έκπληκτου άντρα που σαν να μαρμάρωσε. Μετά έβγαλε ένα σφυριχτό ήχο και η Μαρίνα αναρωτήθηκε αν προέρχονταν από το στόμα του καθώς ξεφούσκωνε ή από την καρωτίδα του απ` όπου ξεπηδούσε ένα κόκκινο σιντριβάνι.
Τον παρακολούθησε να στριφογυρίζει, κάνοντας πιρουέτες πάνω στο χαλί, δεν σκόνταψε πουθενά, με ένα σάλτο βγήκε απ` τη μπαλκονόπορτα και διέγραψε μια παραβολική τροχιά καθώς έπεφτε από τον τρίτο όροφο. Δεν έσπασε τίποτα, ούτε τζαμαρία, ούτε λέρωσε με αίματα, ούτε τίποτα άλλο, διαπίστωσε με ικανοποίηση η Μαρίνα και ξύπνησε. Έμεινε λίγο ακίνητη, ξαφνιασμένη απ` αυτό που υπήρχε μέσα της και ενώ ξυπνούσε για τα καλά, ένα κύμα ασυγκράτητης ευφορίας την κατέκλυσε. Ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο, ολόκληρο, γεμάτο, πεντακάθαρο σαν νερό από βρύση όταν ανοίξεις το ρουμπινέ τέρμα με μιας.
Ήταν η πρώτη φορά που ξυπνούσε γελώντας, δεν θυμόνταν πόσες αμέτρητες φόρες είτε ξύπνησε κλαίγοντας, είτε με ένα κόμπο σαν λυγμό που δεν εβγαινε να λυτρωθεί σε κλάμα.
Σηκώθηκε. Ένοιωθε ανάλαφρη. Κοίταξε το ρολόι, ήταν μόνο δυο τη νύχτα, είχε κοιμηθεί δυο ώρες μόλις. Άναψε το φως και κοίταξε τη σιλουέτα της στο καθρέπτη. Τέντωσε το πάνω μέρος του νυχτικού της ώστε να προβάλουν τα στήθη της προφίλ. Μετά πρόβαλε το ένα πόδι της μπροστά, έλεγξε με ικανοποίηση τη σφιχτή γάμπα και τίναξε τα μαλλιά της πίσω.
Είσαι όμορφη ρε Μαρίνα, είπε στο είδωλο της. 33 χρονών και σε βρίσκω μια χαρά, φτου σου, είπε δυνατά, τόσο που ξαφνιάστηκε.
Ξυπόλητη μπήκε στη κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, χαρούμενη που είδε πως το γλάσο στο τσίκεικ με βατόμουρα που είχε φτιάξει νωρίτερα, είχε πήξει. Το γλυκό είχε πάρει τη σωστή θερμοκρασία. Πήρε το μπουκάλι με το λευκό σαμπανιζέ κρασί, βρήκε το ανοιχτήρι, έβγαλε το φελλό προσεκτικά και γέμισε το κρυστάλλινο ποτήρι της έως το ένα τρίτο. Το δοκίμασε και έγνεψε οκ στον εαυτό της. Πήρε ένα κουταλάκι και με αργές τελετουργικές κουταλίτσες, άρχισε να τρώει το τσίκεικ που είχε φτιάξει για την αυριανή επίσκεψη του αδελφού της. -
Κ.Β. 19.12.2021