ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΑΚΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια κακιά γυναίκα. Τόσο, μα τόσο κακιά που κανένας δεν θυμόνταν να είχε κάνει, (η έστω πει) κάτι καλό. Παρά λοιπόν, την όμορφη κορμοστασιά και τα πλούσια μαλλιά της, στο βάθος των ματιών της κατοικούσε η μοχθηρία και η απληστία. Η καρδιά της- ίσως επειδή είχε πληγωθεί πολύ καιρό πριν- δεν έπαυε να στάζει κακό και μαύρο αίμα.
Κάποτε η γυναίκα πέθαινε. Η αμαρτωλή ψυχή της όταν ελευθερώθηκε από το σώμα, πέταξε, φτερούγησε για μια σταλιά και κουρασμένη όπως ηταν από τις κακίες, έπεσε και βούλιαξε σε μια παγωμένη και αισχρή λίμνη, εκεί που πνίγονται παντοτινά και αέναα οι διαφθαρμένοι. Αυτή ηταν η Κόλαση. Αντίθετα από ότι πιστεύεται, πως δηλαδή Κόλαση είναι ένα μέρος όπου οι καταδικασμένοι κρέμονται απ` το ταβάνι κρεμασμένοι σαν σφαχτά από γάντζους και από κάτω οι διάβολοι να τους βασανίζουν, αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από μια ακίνητη και κρύα λίμνη, μέσα στα ποταπά νερά της η πνιγμονή των κολασμένων δεν έχει ποτέ σταματημό και από πάνω τους δεν υπάρχει ταβάνι η κάτι για να πιαστεί το βλέμμα του απελπισμένου παρά ένας κενός και άδειος ουρανός.
Ο Φύλακας Άγγελος της πεθαμένης πήγε και βρήκε το Θεό. Του ζήτησε να της δοθεί μια ευκαιρία να βγει από την Κόλαση και αν την συγχωρούσε να την αφήσει σε μια γωνιά στο σπίτι του, στον Παράδεισο. Γιατί δουλειά του Φύλακα Αγγέλου είναι να υπερασπίζεται μέχρι την Τελική Κρίση την ψυχή που του έχει ανατεθεί να φυλά εδώ κάτω στη Γη.
Ο Θεός ρώτησε τον Φύλακα Άγγελο, αν η γυναίκα αυτή είχε κάνει καλές πράξεις όσο ζούσε. Ο Άγγελος κόμπιασε λίγο και αποκρίθηκε πως ναι, είχε κάνει μια και μοναδική καλή πράξη όταν ηταν νέα.
Μια μέρα, είπε, έδωσε ένα κρεμμυδάκι από το μπαχτσέ της σε μια πεινασμένη ζητιάνα.
Αφού ο Δημιουργός σκέφτηκε μια στιγμή, κοίταξε τον Φύλακα Άγγελο και είπε, «πάρε λοιπόν αυτό εδώ το κρεμμυδάκι και τράβα και πήγαινε πάνω από την αισχρή λίμνη της Κολάσεως, κράτα το πάνω από το κεφάλι της γυναίκας που είπες. Αν πιαστεί και μπορέσεις να τη τραβήξεις χωρίς να κοπεί το κρεμμυδάκι, τότε να την πας στον Παράδεισο, αν όμως το κρεμμυδάκι δεν αντέξει, τότε θα βουλιάξει για πάντα στην Κόλαση». Και του έδωσε το κρεμμυδάκι.
Ο Άγγελος πέταξε πάνω από τα ύδατα της Κόλασης και κράτησε το κρεμμυδάκι όπως του είπε ο Θεός, φώναξε στη γυναίκα να το πιάσει για να τη τραβήξει. Χωρίς χρονοτριβή η απελπισμένη άρπαξε το κρεμμυδάκι και εκείνος άρχισε να την τραβά έξω από την Κόλαση. Τη στιγμή που είχε μισοβγεί, άλλοι κολασμένοι θέλησαν και αυτοί να σωθούν, να γλυτώσουν και αρπάχτηκαν από τα πόδια της και την τραβούσαν κάτω.
Τότε αυτή ούρλιαξε με απελπισμένη λύσσα, « ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ, ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΑΚΙ, ΔΙΚΟ ΜΟΥ…» μα το κρεμμυδάκι δεν άντεξε το βάρος τόσων αμαρτωλών και έσπασε. Και η γυναίκα έπεσε πίσω στα άπατα νερά της Κόλασης, για πάντα.
Ένας άνθρωπος, ακίνητος, μόνος κάθονταν στη πίσω πλευρά της κλινικής Κ. από κει που γίνεται η τροφοδοσία και βγάζουν τα απορρίμματα, σε ένα σκαλί. Σ` αυτό το στενό, μεταξύ κλινικής Κ. και των τσιμεντένιων τοιχίων της γέφυρας του ηλεκτρικού σταθμού Κ., κακοφωτισμένο με το κιτρινιάρικο φως των στύλων της ΔΕΗ, εκείνων που στο τέλειωμα τους κυρτώνουν σε μια οβάλ, σαν μάτι μύγας λάμπα, δεν περνά τη νύχτα ψυχή.
Τουναντίον απ` την μπροστινή μεριά της κλινικής Κ., που βλέπει την είσοδο του σταθμού πάντα υπάρχει κίνηση και φασαρία, ιδιαίτερα από τότε που η διασταύρωση μπρος από το σταθμό πεζοδρομήθηκε. Ακριβώς απέναντι από την κλινική με το που κατεβαίνεις τα σκαλιά του ηλεκτρικού σταθμού υπάρχει ένα μικρό μεζεδοπωλείο, που όμως το βράδυ, όταν κλείνουν τα γύρω μαγαζιά μεταμορφώνεται, τραπεζάκια καταλαμβάνουν το χώρο και πλακώνουν παρέες νεολαίας. Πιο δίπλα υπάρχει κεμπάπ ο Σάββας, καφέδες Γρήγορης, παραπέρα φούρνος Χ. που δεν κλείνει ποτέ, κοτόπουλα Το Ιπτάμενο Κοτόπουλο, hot-dog το 0,70ΕΥΡΩ,κλπ. Στο τέλειωμα του πεζόδρομου μια πιάτσα ταξί, βαριεστημένοι υπέρβαροι οδηγοί βαράνε μύγες ακόμα και το Σάββατο βράδυ.
Είδα τη φιγούρα του ακίνητου ανθρώπου με την άκρη του ματιού, θα προσπερνούσα το τυφλό στενό αλλα αναγκάστηκα να σταματησω το μηχανάκι. Στην πλαϊνή είσοδο της κλινικής Κ. κάθετα μπροστά μου, στο πεζόδρομο που έπρεπε να διασχίσω, είχε παρκάρει στα σκοτεινά μια νεκροφόρα και φόρτωναν μια κάσα. Κάποιος είχε πεθάνει. Κανονικά το νυχτερινό αυτό φόρτωμα σε απόσταση αναπνοής από το σαββατιακο πλήθος θα μου είχε τραβήξει τη προσοχή. Δεν είναι δα, κάτι συνηθισμένο αυτό το χύδην κοντράστ ενός ασήμαντου θανάτου και της νυκτόβιας βαβούρας δίπλα δίπλα!
Όμως το προφίλ του ακίνητου, φτωχικά ντυμένου άντρα καθισμένου κάτω από εκείνο το χλεμπονιάρικο φως, απόλυτα ξένου και αδιάφορου σε ότι γίνονταν ή υπήρχε γύρω του με μαγνήτισε, τόσο που δεν έδωσα καμιά σημασία στο μακάβριο φόρτωμα μπροστά μου.
Έφυγα, μόλις ελευθερώθηκε ο πεζοδρόμος. Ελίχτηκα ανάμεσα σε ταξιτζήδες που μασουλούσαν, σε καναδυό άστεγους καταληψίες στο σπασμένο παγκάκι στη κατωφέρεια του σταθμού Κ., ανάμεσα σε παρέες από μουσάτους και κορίτσια με ημίγυμνες ωμοπλάτες, τραπεζάκια με ρακές και υπερτιμημένους μεζέδες. Το φως από το μηχανάκι φώτισε τώρα το μαύρο στενό που οδηγούσε στη πιο κάτω διασταύρωση προς το προορισμό μου. Την ίδια στιγμή κατάλαβα πως μισούσα όλο αυτό το όχλο που μόλις διέσχισα και πως ολόψυχα θα ήθελα όλοι να πάνε να χαθούν στη Κόλαση.
Και σκέφτηκα τότε το κρεμμυδάκι, τον άγγελο και το Θεό. Σκέφτηκα τον σαν παγωμένο από την ερημιά ξένο, κάτω από το κίτρινο φως, δίπλα σε κάδους απορριμμάτων.
Και είπα αν ήμουν Θεός … ακόμα και αν αυτός ο ξένος δεν είχε κάνει την παραμικρή καλή πράξη ποτέ στη ζωή του, θα έστελνα το φύλακα άγγελο του να τον τραβήξει από την Κόλαση. Χωρίς κρεμμυδάκια.
Το παραμύθι με το κρεμμυδάκι το μεταφέρω όπως το κατάλαβα, με δικά μου λόγια από αυτή ΕΔΩ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΕΧΝΗΣ από το έργο του Φ. Ντοστογέφσκυ,τα αδέλφια Καραμαζώφ. Οι 4 τόμοι τους - όσα και τα αδέλφια- κάπου είναι μες στη βιβλιοθήκη, δεν μπόρεσα να διαβάσω ούτε καν το πρώτο τόμο και μάλλον δεν θα το διαβάσω ποτέ …
Κ.Β. 07.06.2015